a | a


ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Ο ΚΑΙΡΟΣ

«Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ Ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πραγματοποιεῖ τὴν ὑπόσχεσή του καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι παρών στὸν κόσμο, καθὼς ἡ Ἐκκλησία Του, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Πραγμάτωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ Θεία Λειτουργία. Στὸ κέντρο βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ συμπαρισταμένους τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς μάρτυρες καὶ ὁσίους. Διότι στὴν Θεία Λειτουργία ἀνοίγει ὁ οὐρανός, καί, μυστικῷ τῷ τρόπῳ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς τελεῖ τὴν ἀναίμακτο λειτουργία, εἶναι ὁ Προσφέρων καὶ ὁ Προσφερόμενος.

ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΑ (ΚΑΙΡΟΣ) ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Ἔτσι, ὅταν ὁ ἱερέας, στὴν πρώτη πράξη πρὶν ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, λαμβάνει τὴν εὐχὴ τοῦ Προεστῶτος, (δηλαδὴ τοῦ Ἐπισκόπου στὶς ἐνορίες καὶ τοῦ Καθηγουμένου στὶς μονές), μυστικὰ λαμβάνει τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Καὶ τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία ἐξ ὀνόματος καὶ γιὰ λογαριασμὸ τῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ «πλήρωμα τῶν πιστῶν».

Ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι διακονία, τὸ ὕψιστο διακόνημα, καὶ γίνεται ἀληθινὰ «ἐν μέσῳ ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος» καὶ τῆς «συναινέσεως ὅλου τοῦ πληρώματός Της», ὄχι ὡς ἀτομικὸ γεγονὸς ἀλλὰ ὡς συλλείτουργο. Ὅλοι συμβάλλουν σ᾽ αὐτὴν, ἄλλοι μὲ τὸ μέλος τῆς ὑμνολογίας, ἄλλοι μὲ τὴν διακονία, ἄλλοι μὲ τὴν εὐχὴ κι ἄλλοι μὲ τὴν «ἐγκάρδια χαρὰ ἐν σιγῇ». Ἡ εὐχὴ τὴν ὁποία λαμβάνει ὁ ἱερουργός, ἀποτελεῖ πράξη ὑπακοῆς τοῦ λειτουργοῦ πρὸς τὸν Θεό, διαμέσου τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς καὶ Καθηγουμένου, μὲ συμφωνία καὶ σύμπνοια τῶν πάντων, ὥστε νὰ προχωρήσει, κατάλληλα προετοιμασμένος, στὴν Θεία Ἱερουργία. Ὅπως στὰ ὑλικὰ ἔργα, γιὰ τοὺς μοναχούς, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προηγεῖται ἡ εὐχὴ τοῦ Καθηγουμένου, ὥστε ἡ διακονία νὰ εὐλογηθεῖ, ἔτσι πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ προηγεῖται ἡ εὐχὴ στὰ θεῖα καὶ Ἱερὰ ἔργα, τὰ πάντα νὰ γίνονται μὲ ταπείνωση, «εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν».

Μετά ἀπό τὴν εὐχὴ τοῦ Καθηγουμένου, ὁ ἱερέας «λαμβάνει καιρό», δηλαδή προετοιμάζεται γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ ἱερό Βῆμα καὶ νὰ ἀρχίσει τὴν προπαρασκευή, μέχρι τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ προσωπική του προετοιμασία ὑποβοηθεῖται ἀπὸ τὰ κατανυκτικὰ Τροπάρια, μὲ τὰ ὁποία ζητεῖ τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τελέσει τὰ θεῖα μυστήρια. Ἔπειτα προσκυνᾶ τὶς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου: τὴν «ἄχραντον» εἰκόνα τοῦ Κυρίου, τῆς «εὐλογημένης Θεοτόκου», τοῦ τῶν «Προφητῶν σεβασμιωτέρου» Τιμίου Προδρόμου καὶ τῶν λοιπῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖες «διηγοῦνται» τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴν προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα δηλώνεται ὅτι μαζί μὲ τὸν ἀοράτως παρόντα Χριστό συλλειτουργοῦν, συμμετέχουν καὶ συγχαίρουν ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ οἱ Ἅγιοι ἀλλὰ καὶ ότι γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μυστηρίου ὁ λειτουργὸς ἔχει ἀνάγκη τὴν δύναμη τοῦ Κυρίου καὶ τὶς μεσιτεῖες τῶν Ἁγίων. Αὐτά ἀκριβῶς διαλαμβάνει ἡ καταληκτική εὐχή τῆς ἀκολουθίας τοῦ Καιροῦ.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν προσευχῶν αὐτῶν ὁ ἱερέας ἀνοίγει τὸ παραπέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης ζητώντας τὶς μεσιτεῖες τῆς Θεοτόκου, δηλοποιώντας ὅτι ἠνοίχθησαν τὰ οὐράνια καὶ εἰσέρχεται εἰς τὸ Ἱερὸν Βῆμα ἀσπαζόμενος τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὡς ἔνδειξη τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, ὄχι μόνο τοῦ ἰδίου ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἐκπροσωπεῖ, καθὼς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ ὁ ὁποῖος ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.

Η ΕΝΔΥΣΙΣ

Στὴ συνέχεια φορᾶ τὰ εἰδικὰ ἐνδύματα ποὺ ὀνομάζονται Ἄμφια. Ὁ ἱερέας δανείζει την ύπαρξη του στὸν Χριστὸ καὶ φορώντας τὰ Ἄμφια φανερώνει τὴν λαμπρότητα Του, όπως Εκείνος φανερώθηκε στο Θαβώρ. Ἐνδύεται αφού τα ευλογήσει και τα ασπαστεί· πέντε Ἄμφια εἰς τύπον τῶν πέντε τελείων αἰσθήσεων τοῦ σώματος, δηλαδή: Στιχάριον, Ἐπιτραχήλιον, Ζώνην, Ἐπιμανίκια καὶ Φελόνιον.

Φοράει ἔπειτα το Ἐπιτραχήλιο, ποὺ συμβολίζει τὸν χείμαρο τῆς θείας χάριτος τῆς ἱερωσύνης, που ἔδωσε ο Θεός στον Ἀαρών, τον πρώτο ιερέα της Παλαιᾶς Διαθήκης και από τότε έως της συντελείας του αἰώνος σε όσους το Ἅγιο Πνεύμα χειροτονεῖ: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ ἐκχέων τὴν χάριν αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ· ὡς μῦρον ἐπὶ κεφαλῆς τὸ καταβαῖνον ἐπὶ πώγωνα, τὸν πώγωνα τοῦ Ἀαρών, τὸ καταβαῖνον ἐπὶ τὴν ὤαν τοῦ ἐνδύματος αὐτοῦ· πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Τὴν χάρη αὐτὴ τῆς ἱερωσύνης πρέπει μὲ τὴν ζώνη τῆς ἐπιμελείας τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ περιορισμοῦ τῶν παθῶν νὰ τὴν σφίγγει καὶ συγκρατεῖ ἐπάνω του. Αυτό υπενθυμίζει η Ζώνη που δένει πάνω στο Επιτραχήλιο. Καὶ ταυτόχρονα είναι μια ζώνη αγώνα: ο Θεός είναι που «έζωσε» με τη δύναμή Του τον ιερέα και του δίνει τη Χάρη να τελέσει τη θ. Λειτουργία: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου· πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Έπειτα φοράει τα Επιμανίκια ποὺ φανερώνουν ὅτι τὰ χέρια του εἶναι εὐπρεπισμένα γιὰ τὴν διακονία. Φορώντας το δεξιό, υπενθυμίζει τη δύναμη του Θεού, ενώ το αριστερό τη δημιουργία του ανθρώπου ἀπὸ το Θεό:«Ἡ δεξιά σου χεὶρ Κύριε δεδόξασται ἐν ἰσχύι, ἡ δεξιά σου χεὶρ Κύριε ἔθραυσεν ἐχθρούς, καὶ τῷ πλήθει τῆς δόξης σου συνέτριψας τοὺς ὑπεναντίους· πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν», καί «Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με· συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου· πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»

Πάνω από ὅλα τα ἄμφια, φοράει το Φαιλόνιο που είναι το σύμβολο της θείας δικαιοσύνης καὶ φανερώνει ὅτι ὁ Ἱερεύς πρέπει νὰ εἶναι ἀργὸς ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Φορώντας το Φαιλόνιο, μιμείται το Χριστό, Εκείνον που εργάστηκε για την αληθινή δικαιοσύνη: «Οἱ ἱερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην καὶ οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται· πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»

Η ΝΙΨΙΣ

Έχοντας ολοκληρώσει την ένδυση των αμφίων, ο λειτουργός προβαίνει σε μία πράξη που ονομάζεται «νίψη (πλύσιμο) των χεριών». Η πράξη αυτή έχει πρακτικὸ καὶ συμβολικό περιεχόμενο: η κάθαρση των χεριών θυμίζει την κάθαρση της ψυχής (απόλυτα απαραίτητη για να λειτουργήσει ο ιερέας): «Νίψομαι ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖρας μου καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν σου Κύριε, τοῦ ἀκοῦσαι με φωνῆς αἰνέσεώς σου καὶ διηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου. Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου. Μὴ συναπολέσῃς μετὰ ἀσεβῶν τὴν ψυχήν μου, καὶ μετὰ ἀνδρῶν αἱμάτων τὴν ζωήν μου, ὧν ἐν χερσὶν αἱ ἀνομίαι· ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐπλήσθη δώρων. Ἐγὼ δὲ ἐν ἀκακίᾳ μου ἐπορεύθην· λύτρωσαί με Κύριε, καὶ ἐλέησόν με. Ὁ ποῦς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι· ἐν ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε Κύριε· πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗΣ

Εἶναι τώρα ἕτοιμος ν’ ἀρχίσει τὴν Προσκομιδὴ πάνω στὴν Ἁγία Πρόθεση ποὺ βρίσκεται στὴν βορεινὴ πλευρὰ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Προσκομιδὴ εἶναι ἡ εἰδικὴ ἀκολουθία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἱερέας προετοιμάζει τὸν ἄρτο και τὸν οἶνο για τη θεία Λειτουργία από τα «δώρα» που προσέφεραν οι πιστοὶ στο Θεό, το πρόσφορο και το νάμμα (κρασὶ). Μια προσφορά βαθειά συμβολική, ζητώντας απ’ Ἐκεῖνον να τους θρέψει με το Σώμα και το Αἷμα Του.

Δύο εἶναι τὰ βασικὰ ἱερὰ σκεύη ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν θεία Λειτουργία: τὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ τὸ ἅγιο Δισκάριο. Μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο τοποθετεῖται ὁ προσφερόμενος οἶνος καὶ πάνω στὸ ἅγιο Δισκάριο ὁ προσφερόμενος ἄρτος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνόμασε τὴν σταυρική Του θυσία «ποτήριον», τὸ ὁποῖο τοῦ ἔδωσε ὁ Πατέρας Του γιὰ νὰ πιεῖ. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Κύριος σταυρώθηκε, τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου ἔγινε «ποτήριον εὐλογίας», ποτήριο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ δὲ δίσκος, ἡ κλίνη [τὸ φέρετρο] ἐστὶν ἐν ᾗ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ διακόνου κατασκευάζεται [τακτοποιεῖται]» ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἐπίσης εἰκονίζει καὶ τὸν οὐρανό, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης.

Κάνοντας τρεις μετάνοιες ο ιερέας ζητάει το ἔλεος του Θεοῦ για να προχωρήσει στη προετοιμασία των δώρων για τη θεία Λειτουργία. Ὑψώνει στο ὕψος της κεφαλῆς του ἕνα από τα πρόσφορα μαζί με τη λόγχη υπενθυμίζοντας με τα λόγια του ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και «κεντήθηκε» με τη λόγχη για να απαλλάξει τον άνθρωπο από τον «παλιό νόμο», δηλαδή από δουλεία στις θρησκευτικές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου και κυρίως από την αμαρτία και το θάνατο.

Ἀμέσως μετά, ο ἱερέας σφραγίζει σε σχήμα σταυρού το πρόσφορο ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ ἀφαιρέσει τὸ κεντρικὸ τμῆμα γιὰ να καθαγιαστεί με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος σε Σώμα Χριστού, ὁ ὁνομαζόμενος «Ἀμνός» υπενθυμίζοντας ἔτσι ότι ὅλα όσα θα ἀκολουθήσουν στη θεία Λειτουργία, αποτελούν «ανάμνηση» τοῦ Χριστοῦ. Και τούτο διότι ο ίδιος ο Χριστός συνέστησε στους Μαθητές Του να τελούν τη θεία Λειτουργία «εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Έτσι, δηλώνει ότι η θεία Λειτουργία είναι εκείνη η πράξη που ενεργεί την παρουσία του Χριστού ανάμεσά μας.

Κι αυτή η ανάμνηση αρχίζει αμέσως να αποκτά περιεχόμενο: Κόβοντας κατ᾽ ἀνάγκην τὸ πρόσφορο γιὰ νὰ ἀφαιρέσει τὸν Αμνό, επαναλαμβάνει τα λόγια του Προφήτη Ησαΐα για τον Μεσσία: ότι θα θυσιαστεί «ὡς ἀμνὸς ἄμωμος, ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος», δηλ. σαν ένα πρόβατο, χωρίς να διαμαρτυρηθεί και ότι με την ταπείνωσή Του θα αναδείξει τη θεϊκή αποστολή της σωτηρίας του ανθρώπου. Ἡ πράξη αὐτὴ ταυτόχρονα καθίσταται σύμβολο τῆς ἀποχωρήσεως τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τῆς πορείας Του πρὸς τὸν Πατέρα διὰ τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Ἰω. 16,28) «πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα ».

Τώρα ο ιερέας προχωρά σε μία συμβολική αναπαράσταση της Σταυρώσεως του Χριστού: τοποθετεί τον «Αμνό» πάνω στο Δισκάριο αναγγέλλοντας τη θυσία του Χριστού. Σφραγίζει, χαράζει, δηλαδή, βαθειά και σταυροειδώς τον Αμνό σε τέσσερα τμήματα, μνημονεύοντας τις εὐεργεσίες της σταυρικής θυσίας. Τὰ Δώρα αὐτὰ δηλ. ὁ Ἀμνὸς, εἶναι καὶ εὐχαριστήρια γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ πήραμε καὶ Ἱκετήρια γι᾽ αὐτὰ ποὺ θὰ εὐεργετηθούμε. Ὅπως ὁ ἄρτος αὐτὸς χωρίστηκε ἀπὸ τὴν μάζα τοῦ ὁμογενοῦς ἄρτου γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ νὰ Ἱερουργηθεῖ, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, στὴν φύση τῶν ὁποίων ἔγινε μέτοχος ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ ὁδηγήθηκε σὰν πρόβατο στὴ σφαγή. Παραμένοντας στα γεγονότα της Σταυρώσεως ο ιερέας μνημονεύει τὴν λόγχευση τῆς πλευρᾶς του Κυρίου απ’ όπου έτρεξε αίμα και ὕδωρ: «εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ ἔνυξεν, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ». Κατά τον ίδιο τρόπο νύττει, δηλαδή τρυπά, τον αμνό στο κέντρο του με τη λόγχη ρίχνοντας στο άγιο Ποτήριο ποσότητα νάμματος (οίνου) και ὕδατος, ευλογώντας στο Ποτήριο την «ένωση» του οίνου με το νερό.

Κατόπιν αρχίζει η εξαγωγή των μερίδων, της Θεοτόκου, των Αγίων κ.ά.. Ήδη από την Ακολουθία του Καιρού, ο ιερέας ζήτησε τη μεσιτεία της Θεοτόκου για να αποβεί άξιος ιερουργός της θείας Λειτουργίας. Η Θεοτόκος προβάλλεται ως ο σύνδεσμος του ουρανού και της γης. Αυτή η εξέχουσα θέση υπαγορεύει την τοποθέτηση της «μερίδας της Θεοτόκου», ένα τρίγωνο με ἐγχάρακτα μέσα του τὰ γράμματα Μ Θ, δηλ. Μήτηρ Θεού, στα δεξιά του Αμνού, δηλαδή, δίπλα στο Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει λέγοντας «παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου…»

Ακολούθως, εξάγει μερίδα πρὸς τιμὴν των Αγγέλων και την τοποθετεί στα αριστερά του Αμνού. Μετά τη Θεοτόκο, οι Άγγελοι είναι εκείνοι που υπηρέτησαν το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου από το Θεό. Έτσι, δικαιωματικά τοποθετούνται δίπλα στο Χριστό (Αμνός), εφόσον και κατά τη θεία Λειτουργία πρόκειται να πλαισιώσουν- κατά τρόπο αόρατο- την ιερουργία.

Δίπλα καὶ κάτω από τις μερίδες των Αγγέλων, τοποθετεί ανάλογες μερίδες, εἰς τρεῖς τάξεις ἀνὰ τρεῖς, για τον άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο, τους Προφήτες, τοὺς πανευφήμους Ἀποστόλους, τους μεγάλους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας καὶ Ιεράρχες, τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο, γιὰ ὅλους τους αγίους Μάρτυρες, τους Οσίους της Εκκλησίας, τους Ἁγίους Ἀναργύρους, τοὺς Ἁγίους Προπάτορες, τὸν ἑορταζόμενο Ἅγιο τῆς ἡμέρας και, τέλος, για τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, συγγραφέα της θείας Λειτουργίας. Αὐτή η συνάθροιση των Αγίων γύρω από το Χριστό έχει μια βαθύτερη σημασία: ότι στην Εκκλησία, κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας, υπάρχει απόλυτη ενότητα των πιστών με τους Αγίους και ότι οι Άγιοι προβάλλονται ως παραδείγματα ζωής, με την οποία κατέκτησαν μία θέση κοντά στο Χριστό γενόμενοι ἡ «Ἐκκλησία πρωτοτόκων ἀπογεγραμμένων εν οὐρανοῖς» (Ἑβρ. 12,23).

Ακολουθεί η μνημόνευση των ζώντων, τῶν στρατευμένων γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ ἄνω βραβείου ἀλλὰ και των κεκοιμημένων. Πρώτα μνημονεύονται όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και, ακολούθως, ο Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας, στην οποία τελείται η θεία Λειτουργία. Οι μερίδες αυτές τοποθετούνται στο κάτω τμήμα του Αμνοῦ. Ἐν συνεχείᾳ αρχίζει η μνημόνευση ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων με τον ιερουργό να τοποθετεί στο κάτω τμήμα του Αμνού τὶς μερίδες, μικρά τμήματα του προσφόρου (ψίχουλα), την ώρα που εκφωνεί τα συγκεκριμένα ονόματα. Στὸ τέλος μνημονεύει ο ιερέας το δικό του ὄνομα, παρακαλώντας το Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες του προκειμένου να επιτελέσει τη θεία Λειτουργία. Ἔτσι ὁλοκληρωμένη πλέον ἡ προσκομιδὴ, συγκεφαλαιώνει πάνω στὸ Ἅγιο Δισκάριο τὴν τελεία μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν παγκόσμια διάστασή της, ποὺ καλύπτει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, καὶ ἐκτείνεται στοὺς ζῶντες καὶ τοὺς κεκοιμημένους. Εἶναι ἡ ζῶσα εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ! ἡ ὁλοκληρωτικὴ κοινωνία μέσα στὸ ὁλοκληρωτικὸ Σῶμα!

Η ΚΑΛΥΨΙΣ

Όλα είναι πλέον έτοιμα για να καλύψει ο ιερέας τα προσφερόμενα Δώρα. Ἐν πρώτοις προσφέρει θυμίαμα εἰς τὸν Θεὸν πρὸς εὐχαριστία καὶ εἰς τύπον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστὲ ὁ Θεός, εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς, ὃ προσδεξάμενος εἰς τὸ ὑπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, ἀντικατάπεμψον ἡμῖν τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος». Λαμβάνει, στὴν συνέχεια, ἕνα από τα ἱερά σκεύη που ονομάζεται «αστέρας» και το τοποθετεί πάνω από τον άγιο Δίσκο (εκεί που είναι τοποθετημένος ο Αμνός και οι μερίδες). Η πράξη αυτή συμβολίζει τὸν ἀστέρα ποὺ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ και τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἀπὸ τὸ Θεό, καθὼς προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες: «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν» (Ψαλμ. 32.6).

Πάνω από τον ἀστέρα τοποθετεῖται ἕνα πρῶτο σταυροειδὲς κάλυμμα, με λόγους από τους Ψαλμούς, που ὑπενθυμίζουν ότι ο Χριστός έλαβε σώμα και με τη Σάρκωση αυτή ενίκησε τον εχθρό του ανθρώπου: «ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο...»

Με ἕνα δεύτερο σταυροειδές, ἰσομεγέθες τοῦ πρώτου, κάλυμμα ο ἱερέας καλύπτει το άγιο Ποτήριο, υπενθυμίζοντας ότι ο Θεός προσέφερε στον άνθρωπο και την κτίση τις ευεργεσίες Του: «Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου Χριστέμ, καὶ τῆς αἰνέσεώς σου πλήρης ἡ γῆ». Τὰ δύο αὐτὰ ἰσομεγέθη καλύμματα συμβολίζουν τὰ βρεφικὰ καὶ ἐντάφια σπάργανα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀκολουθεί η κάλυψη και των δύο ιερών Σκευών, του Δισκαρίου και του αγίου Ποτηρίου, με ένα τρίτο ὀρθογώνιο κάλυμμα που ονομάζεται «ἀήρ», δηλαδὴ ἀέρας. Η κάλυψη αυτή συνοδεύεται από τὴν εὐχὴ του ιερέα για να δεχθοῦν ὅλοι οι πιστοί την θεϊκή προστασία, τὴν ἐσωτερική εἰρήνη και το ἔλεος του Θεοῦ: «Σκέπασον ἡμᾶς ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου· ἀποδίωξον ἀφ᾽ ἡμῶν πάντα ἐχθρὸν καὶ πολέμιον· εἰρήνευσον ἡμῶν τὴν ζωήν· Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον σου, καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός».

Ἔχοντας πλέον καλύψει τα ιερά σκεύη, ο ιερέας θυμιᾶ ευλογώντας το Θεό. Η πράξη αυτή έχει την έννοια της προσφοράς στο Θεό του θυμιάματος ως ευχαριστίας και δοξολογίας για τις ευεργεσίες που προσέφερε στους ανθρώπους.

Ἡ προετοιμασία των Δώρων για τη θεία Λειτουργία βαίνει προς το τέλος της. Ο ιερέας αναπέμπει την τελική ευχή της Προθέσεως, στην οποία παρακαλεί το Θεό να δεχθεί τα προσφερόμενα Δώρα, νὰ ευλογήσει αυτούς που τα πρόσφεραν καθώς και αυτούς που μνημονεύθηκαν και να αξιώσει τον ίδιο να επιτελέσει τη θεία Λειτουργία κατά τρόπο ἄξιο, δηλαδή με καθαρότητα καρδιάς και συνειδήσεως. Ἐδῶ ολοκληρώνεται η Ακολουθία της Προσκομιδῆς. Ο ιερέας προσκυνά τα προσφερόμενα Δώρα και ευλογεί την Αγία Τριάδα.

Ἐν τέλει θυμιάζει ολόκληρο το ιερό Βήμα και τον χώρο εκτός του Βήματος, πράξη που δηλώνει την ιερότητα της θείας Λειτουργίας ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν οἱ πιστοὶ τὸν Κύριο, ὅπως υποδέχονταν οι αρχαίοι λαοί της Ανατολής τους Βασιλεῖς με ευωδιαστό λάδι.

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΩΝ
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα ἡ φανέρωση τῆς εὐλογημένης βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς εὐλογεῖ καὶ μακαρίζει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κρατᾶ στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ κάνει μ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὁ πρῶτος λόγος τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ εὐλογία. Ἡ πρώτη πράξη τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὁ σταυρός. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν εὐλογημένη Βασιλεία ὁδηγεῖ ὁ Σταυρός.

Καὶ τὴν δοξολογικὴ ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως ἐπισφραγίζουν οἱ πιστοὶ λέγοντας τὸ Ἀμήν, δηλ. πράγματι, γένοιτο. Μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ λαοῦ, ἡ ἱερατικὴ εὐλογία ἀνεβαίνει στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο. Ἡ θεία Λειτουργία, σ᾽ ὅλες τὶς στιγμές της, δικαιώνει τὸ ὄνομά της: εἶναι ἔργο ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ. Οἱ πιστοί, μαζὶ μὲ τὸν λειτουργό, μετέχουν καὶ ἐνεργοῦν.

ΤΑ ΕΙΡΗΝΙΚΑ

Ἀμέσως μετὰ τὴν δοξολογία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τὸν τρόπο τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς: «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἡ Εἰρήνη εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυριοτέρα προϋπόθεση γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ πιστοὶ νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν.

Με το ξεκίνημα της θείας Λειτουργίας, ο ιερέας προτρέπει τοὺς πιστοὺς καὶ εύχεται για μια σειρά από πνευματικές και υλικές ανάγκες: για την εσωτερική ειρήνη (αυτήν που δίδεται από το Θεό), για τη σωτηρία της ψυχής καὶ για την ειρήνη όλου του κόσμου. Ἔχοντας τὴν Εἰρήνη στὴν καρδιὰ οἱ πιστοὶ, μὲ τὸν ἱερέα ἐν συνεχείᾳ μποροῦν νὰ παρακαλέσουν για τη στερέωση των Εκκλησιών, για την ενότητα όλων των Χριστιανών, για αυτούς που εισέρχονται με ευλάβεια στο Ναό· τους ευσεβείς Χριστιανούς· τον Αρχιεπίσκοπο της περιοχῆς και όλους όσοι κατοικούν σ᾽ αυτήν· εκείνους που ταξιδεύουν, που είναι άρρωστοι, ανήμποροι ή αιχμάλωτοι. Εύχεται και για την ευκρασία των ανέμων και την καρποφορία της γης, καθώς και για τη διαφύλαξη όλων των ανθρώπων από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. Όλα αυτά τα αιτήματα ονομάζονται «ειρηνικά», διότι αρχίζουν με την ανάγκη υπάρξεως της ειρήνης στον άνθρωπο και τον κόσμο.

Καὶ «ὁ ζητῶν τὴν εἰρήνην Χριστὸν ἐκζητεῖ» ἀναφέρει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ Χριστὸς ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν. Καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς τὴν κερδίζουμε μὲ τὴν μετάνοια. Διότι ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου, ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ συνέχεια. «Εἰρήνης ἐστὶ μυστήριον τοῦτο τὸ μυστήριον» ἀναφέρει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, μιλώντας γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Γιατὶ ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι «ἡ ὄντως εἰρήνη» τοῦ ἀνθρώπου.

ΤΑ ΑΝΤΙΦΩΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΧΕΣ

«Ἀφοῦ προσευχηθήκαμε γιὰ ὅλα, γράφει ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, ὁ λειτουργὸς μᾶς προστάζει νὰ ἀποθέσουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὸ Θεό». Μὲ τὸ στόμα τοῦ λειτουργοῦ ἡ ἁγία Μητέρα μας Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νὰ ἐμπιστευθοῦμε στὸν Κύριο τὴ ζωή μας καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀδελφῶν μας. Μᾶς προτρέπει, εἰδικὰ στὴν Θεία Λειτουργία, νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ γίνει κατοικία Του.

Ἀκολουθοῦν τὰ Ἀντίφωνα, τὰ ὁποῖα ἀρχικὰ ἀποτελοῦσαν ξεχωριστὴ ἀκολουθία, τύπου Λιτῆς, ποὺ ἐτελεῖτο πρὶν τὴ Θεία Λειτουργία ἐξω ἀπὸ τὸν Κυρίως Ναό. Πρόκειται για στίχους από τους Ψαλμούς που ψάλλονται εναλλάξ μὲ ένα κοινό εφύμνιο: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου...» και «Σώσον ημάς Υιέ Θεού...».

Ψάλλονται λοιπὸν τὰ Ἀντίφωνα στὴν ἀρχὴ τῆς Θ. Λειτουργίας, ως προετοιμασία των πιστών προς υποδοχή του Κυρίου. Ανάμεσα στα Αντίφωνα παρεμβάλονται τρεις ευχές του ιερέως που ονομάζονται ευχές των Αντιφώνων.

Με την πρώτη ευχή ο ιερέας ζητά την «αγάπη» και τη «συμπόνια» του Θεού· με τη δεύτερη παρακαλεί να παράσχει τη δύναμη σ᾽ εκείνους που φροντίζουν για το ναό Του· και στην τρίτη ευχή ζητά το φωτισμό του Θεού για όλους τους παρισταμένους, ώστε να κατανοήσουν την αλήθειά Του. Τελειώνουν τὰ Ἀντίφωνα μὲ μιὰ πλήρη ὁμολογία τῆς πίστεως, ἕνα σύντομο «Πιστεύω»: «Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ….». Ψάλλεται σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὥστε οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμη βαπτιστεῖ, νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς βαπτισμένους διότι σὲ λίγο θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸν Ναὸ στὴν Λιτὴ-Νάρθηκα, καθὼς δὲν συμμετέχουν στὴν Θ. Λειτουργία μέχρι τὸ τέλος.

Η ΜΙΚΡΑ ΕΙΣΟΔΟΣ

Γιἀ νὰ γίνει ἡ Μικρὴ Εἴσοδος, ὁ Ἐκκλησιάρχης ἀνοίγει τὴν Ὡραία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ὅπως ἀνοίγεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Προπορεύεται δὲ με αναμμένη λαμπάδα – εισοδικό – προ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς πρό τοῦ Ἰησοῦ.

Με την ευχή της Μικρής Εισόδου, ο ιερέας παρακαλεί το Θεό να βιώσουμε το μυστήριο της αγγελικής παρουσίας και συλλειτουργίας· να το βιώσουμε όπως οι θεοφόροι Πατέρες μας (στο βίο του αγίου Σπυρίδωνος αναφέρεται ότι ο άγιος «συλλειτουργούσε με τους Αγγέλους»). Η ευχή της Μικρής Εισόδου υπενθυμίζει στους πιστούς ότι οι Άγγελοι αποτελούν τα πρότυπα αἐναης δοξολογίας του Θεού. Ἰδιαίτερα τὸ τελευταῖο μέρος τῆς εὐχῆς ἐξηγεῖ τὴν εἰσβολὴ τοῦ «Οὐρανίου μέσα στὸ ἐπίγειο».

Μέχρι τον 7ο αιώνα, η θεία Λειτουργία άρχιζε με την είσοδο του ιερού Ευαγγελίου. Ο Λειτουργός φορούσε τα άμφια στο Σκευοφυλάκιο, έπαιρνε από εκεί το ιερό Ευαγγέλιο και εισερχόταν στον κυρίως Ναό. Στην περίπτωση που λειτουργούσε ο Επίσκοπος, αυτή τη στιγμή εισερχόταν στο Ναό και ενδυόταν την αρχιερατική στολή ενώπιον των πιστών.

Η Μικρή Είσοδος αποτελεί ανάμνηση αυτής της παλαιάς τάξεως της Λειτουργίας ποὺ ἦταν ἡ εἴσοδος τοῦ Λαοῦ καὶ τοῦ Κλήρου στὸν Ναό. Όταν λειτουργεί Αρχιερέας, εισέρχεται στο Ιερό ακριβώς μετά τη Μικρή Είσοδο, σαν μια εικόνα της εισόδου του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία, με τη Σάρκωσή Του.

Η θεία Λειτουργία ερμηνεύτηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς κατά τρόπο συμβολικό. Το Σύμβολο στὴν Ὀρθόδοξη ἐρμηνεία δεν παραπέμπει στὸ παρελθόν, σὲ μιὰ ἀπεικόνιση κάποιων παλαιῶν γεγονότων μὲ μιὰ γλώσσα συμβολική, δηλ. αἰνιγματική ἤ συνθηματική. Τὸ Σύμβολο ἀποκαλύπτει στοὺς πιστοὺς τὰ μυστήρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀποκρύπτοντάς τα ταυτόχρονα ἀπό τα μάτια τῶν ἀμυήτων, ὅπως ἀκριβώς μὲ τὶς Παραβολές τοῦ Κυρίου. Σύμβολο στὴ λατρεία σημαίνει λόγια, επικλήσεις, ευχές, πράξεις και κινήσεις που φανερώνουν το μυστήριο τῆς σωτηρίας στοὺς ἀνθρώπους μέσα απ’ ὅσα ἔζησε, εἶπε καὶ ἔπαθε ὁ Χριστός γιὰ ἐμᾶς ἤ ὑποσχέθηκε ὡς αἰωνιότητα. Γι’αυτό και η ἀνάμνηση δεν εἶναι θύμηση παλαιών γεγονότων αλλά βίωση της ιερής ιστορίας της σωτηρίας σήμερα, στο τώρα, όπως μας διδάσκουν και οι ύμνοι της Εκκλησίας: «σήμερον κρεμάται επί ξύλου» κτλ. Το «σύμβολο» είναι κάτι που βλέπουμε, αλλά που μάς παραπέμπει αυτομάτως σε μία αλήθεια ή έννοια που δεν βλέπουμε. Έτσι, τα τμήματα της θείας Λειτουργίας που ερμηνεύονται συμβολικά, είτε μας φανερώνουν τα μελλοντικά, την κατάσταση μας στη Βασιλεία του Θεού, οπότε ο συμβολισμός ονομάζεται «εσχατολογικός», είτε μας οδηγούν στη ζωή του Χριστού, στο έργο της θείας Οικονομίας, του σχεδίου δηλ. του Θεού να σώσει τον κόσμο, οπότε ο συμβολισμός ονομάζεται «ιστορικός».

Με βάση τα παραπάνω, η Μικρή Είσοδος ερμηνεύεται ως το σύμβολο της «σωτήριας Σαρκώσεως του Κυρίου», της Γεννήσεώς Του δηλαδή, προκειμένου να επαναφέρει τον άνθρωπο σε καταλλαγή και κοινωνία με το Θεό. Σύμφωνα με μία άλλη συμβολική ερμηνεία η Μικρή Είσοδος συμβολίζει την έναρξη του κηρύγματος και της δημόσιας δράσεως του Κυρίου. Η ύψωση του Ευαγγελίου δηλεί ότι φανερώθηκε η αλήθεια.

Η «ευλογία» της Εισόδου έχει την έννοια της δοξολογίας του Θεού, σαν μία ανταπόδοση ευχαριστίας για τις ευεργεσίες Του.

Όλες οι αγιαστικές πράξεις στη Λατρεία της Εκκλησίας ξεκινούν με μία «ευλογία». Η «ευλόγηση» της Μικρής Εισόδου σημαίνει την τελετουργική έναρξη της θείας Λειτουργίας, ως εισόδου του ιερατείου στο ιερό Βήμα. Ἡ ἐκφώνηση Σοφία Ὀρθοὶ εἶναι ἡ προτροπὴ νὰ δεχθοῦμε τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι Σοφία καὶ ἀπερίσπαστοι νὰ δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὴ λατρεία.

Η αναγνώριση της θεότητας του Ιησού ως του Αναστημένου Κυρίου δηλώνεται με τον εισοδικό ύμνο («Δεύτε προσκυνήσωμεν...») και αποτελεί την προϋπόθεση για την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας. Όπως τονίζει ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ο συγκεκριμένος ύμνος συμβολίζει την «επεφημία» του Χριστού «εν δόξη», δηλαδή του Αναστημένου και Αναληφθέντος Χριστού.

ΤΑ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ

Αμέσως μετά τη Μικρή Είσοδο ψάλλονται ορισμένοι ύμνοι που ονομάζονται «Απολυτίκια»: τροπάρια αναφερόμενα στα γεγονότα της ζωής του Κυρίου και στους αγίους Του. Στη Μονή ψάλλονται: το Απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως που είναι αφιερωμένος ο κεντρικός ναός, το Καθολικό. Της Παναγίας Γερόντισσας, προστάτιδας της Μονής Παντοκράτορος, των αγίων που ασκήτευσαν σ’αυτή καθώς και όλων των Αγιορειτών Πατέρων. Μὲ τὴν μνημόνευση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν Ἁπολυτικίων ἔχουμε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου τὸ πάν εἶναι συγκεντρωμένο στὴ πράξη τῆς προσκυνήσεως του Κυρίου μας Ιησού, σὰν σύνοδος «Ἁγίων» τῆς θριαμβευούσης καὶ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΡΙΣΑΓΙΟΥ ΥΜΝΟΥ

Την ώρα που ψάλλεται ο Τρισάγιος ύμνος («Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός...») ο ιερέας αναπέμπει την ευχή του Τρισαγίου ύμνου.

Η ευχή του Τρισαγίου ύμνου μάς υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας όλοι εμείς (η στρατευομένη Εκκλησία) συμμετέχουμε στη δοξολογία του Θεού μαζί με τους Αγγέλους. Η ευχή αυτή τονίζει τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό και το σχέδιο της θείας Οικονομίας, με βάση το οποίο ο Θεός σώζει τον άνθρωπο μέσω της διαδικασίας της μετανοίας. Έτσι, προβάλλεται η ψυχική καθαρότητα ως προϋπόθεση συμμετοχής στη θεία Λειτουργία. Η ευχή παραπέμπει (ουσιαστικά) σε έναν αγώνα που πρέπει να επιτελέσει ο κάθε πιστός, γι᾽ αυτό και γίνεται επίκληση της βοήθειας των Αγίων και της Θεοτόκου.

Η δοξολογία του Τριαδικού Θεού στην κατακλείδα της ευχής αποτελεί ένα «εισαγωγικό προανάκρουσμα» για όσα θα ακολουθήσουν. Η όλη τελετουργία δεν μπορεί να εξελιχθεί παρά μόνο όταν «ανακηρυχθεί» και «διατρανωθεί» η αγιότητα του Τριαδικού Θεού.

Ο Τρισάγιος ύμνος («Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός…») είναι η δοξολογία των Αγγέλων σύμφωνα με το όραμα του Προφήτη Ησαΐα και της «Αποκαλύψεως» του Ιωάννη. Στη Θ. Λειτουργία είναι ο κοινός ύμνος αγγέλων, ανθρώπων και της κτίσης ολάκερης για όλες τις θεϊκές ευεργεσίες και κυρίως για τη σωτηρία. Το τραγούδι της μεγαλωσύνης της θείας αγάπης!

ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Η τελετουργική εξέλιξη της θείας Λειτουργίας παρομοιάζεται με μία «πνευματική ανάβαση», με μία πορεία προς την τελείωση. Μέσα σε αυτή την τελετουργική διαδικασία, ο φωτισμός του Θεού αποτελεί ένα ασφαλή «οδοδείκτη». Ο Θεός οδηγεί με ασφάλεια τον άνθρωπο προς την τελείωση μέσα από τη διδασκαλία Του, προτρέποντάς τον να αποδεχτεί στη ζωή του τις εντολές Του. Έτσι μετά τους ύμνους έρχεται ο Λόγος να οικοδομήσει τις ψυχές των πιστών.

Σε κάθε θεία Λειτουργία προβλέπεται η ανάγνωση δύο κειμένων: το πρώτο από τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης ή τις Πράξεις των Αποστόλων, αποστολικό ανάγνωσμα και το δεύτερο από τα Ευαγγέλια, ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Πριν από το ευαγγελικό ανάγνωσμα ο ιερέας αναπέμπει την ευχή του Ευαγγελίου. Εκεί υπογραμμίζεται πως με τη Σάρκωση του Κυρίου διαλύθηκε το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε στη γη και έλαμψε το Φως το αληθινό.

Καποιοι ερμηνευτές της Θ. λειτουργίας επισημαίνουν σ’αυτό το σημείο και κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: τη σαφή διάκριση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Εκεί, στην Παλαιά Διαθήκη, όπου το θέλημα του Θεού αποκαλύπτονταν με τρόπο αινιγματικό, ενώ στην Καινή Διαθήκη λάμπει η αμεσότητα του ευαγγελικού λόγου καθιστώντας τους πιστούς αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες της διδασκαλίας του Χριστού και- κατ’ επέκταση- ολόκληρου του σωτηριώδους έργου Του (Πάθος, Ανάσταση, Ανάληψη)

Γι’αυτό ζητούμε το Φως Του! Και όχι οποιοδήποτε, αλλά το φως της θεογνωσίας Του, το οποίο Αυτός μόνος μπορεί να αστράψει στις ψυχές μας για να καταφέρουμε να αντικρίσουμε, να εννοήσουμε να μετάσχουμε στην αλήθεια της ζωής Του και στη σωτηρία που πρόσφερε!

Αυτή η θεογνωσία εκφράζεται με δύο τρόπους: όταν ο Θεός μάς γνωρίζει ως δικούς Του και όταν Εκείνος μάς αποκαλύπτει την ύπαρξή Του. Η διαδικασία της θεογνωσίας προϋποθέτει τον αγώνα του ανθρώπου εναντίον των «σαρκικών επιθυμιών». Αυτές οι «επιθυμίες» δεν αφορούν τις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου(τροφή, ένδυση, αγάπη κ.α)., αλλά στην κατάσταση του «σαρκικού πάθους», δηλαδή της κατάχρησης τους.

Το περιεχόμενο της ευχής του Ευαγγελίου χαράζει το πνευματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο Χριστιανός μπορεί να κατανοήσει τη διδασκαλία του Χριστού!

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΤΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΑ

Γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη προτρέπονται οἱ πιστοὶ νὰ επικαλεστούν τὸν Θεὸ μὲ μιὰ μεγαλύτερη σειρὰ ἀπὸ αιτήσεις- γι’αυτό και ονομάστηκε Μεγάλη Ἐκτενής δέηση- θερμότερη, καὶ ἐντονότερη, θυμίζοντας ἔτσι τὴν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς προσευχὴ τοῦ Μωϋσῆ.

Λίγο πριν ολοκληρωθεί το πρώτο τμήμα της θείας Λειτουργίας, ο ιερέας αναπέμπει την ευχή των Κατηχουμένων.

«Κατηχούμενοι» ονομάζονταν εκείνοι που είχαν εκφράσει την επιθυμία να βαπτιστούν και που παρακολουθούσαν τις «Κατηχήσεις», μάθαιναν δηλαδή την πίστη. Αυτοί μετείχαν στη θεία Λειτουργία μέχρι τα Αναγνώσματα και έπειτα αποχωρούσαν καθώς δεν ήταν βαπτισμένοι, ικανοί δηλ. να κοινωνήσουν των μυστηρίων. Πριν αποχωρήσουν από το Ναό, διαβαζόταν η ευχή της «απολύσεως» των Κατηχουμένων, τη στιγμή που εκείνοι έσκυβαν το κεφάλι τους για να δεχτούν την ευλογία του Επισκόπου ή του ιερέα.

Στη σύγχρονη, όμως, εποχή, κατά την οποία δεν υπάρχουν Κατηχούμενοι με την αρχαία έννοια, η ευχή περιλαμβάνει πρώτιστα όλα τα νήπια των χριστιανών γονέων που δεν έχουν βαπτιστεί. Όσους κατηχούνται ανά τον κόσμο στις ιεραποστολές. Όσους ψάχνουν την αλήθεια. Αλλά και τους ίδιους τους πιστούς οι οποίοι αν και βαπτισμένοι, παραμένουμε στην ουσία «Κατηχούμενοι», διότι έχουμε ανάγκη μιας μεταβαπτισματικής βαθύτερης μυήσεως στην πίστη. Η ευχή της απολύσεως των Κατηχουμένων υπενθυμίζει τη διαρκή ανάγκη μαθητείας στο περιεχόμενο της πίστεως και την «πρόκληση» για συνεχή τελείωση της χριστιανικής ζωής.

Η ευχή αυτή καταγράφει συνάμα τη θεολογία του Βαπτίσματος: είναι «το λουτρό που αναγεννά τον άνθρωπο», η «συγχώρηση των αμαρτιών» και η «απόκτηση της άφθαρτης ζωής». Μέσα από τις έννοιες αυτές, το Βάπτισμα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, προβάλλεται ως η νέα ζωή για τον πιστό, η οποία επεκτείνεται δια του Χριστού στην αιωνιότητα.

Ταυτόχρονα η ευχή περικλείει την έννοια της Εκκλησίας ως «Σώματος». Το Σώμα προσεύχεται ἐκτενώς, ἀγωνιά, ἀδημονεί γιὰ ὅσους δὲν ἀποτελούν ἀκόμα μέλη αὐτοῦ τοῦ «Σώματος τοῦ Χριστοῦ»

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ-ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

Στο σημείο αυτό αρχίζει το δεύτερο τμήμα της θείας Λειτουργίας, που ονομάζεται «Λειτουργία των πιστών», διότι- από το σημείο αυτό και εξής- στο ναό παρέμεναν μόνο οι βαπτισμένοι πιστοί.

Η πρώτη ευχή των πιστών είναι η πρώτη της θείας Λειτουργίας, κατά την οποία παρίστανται μόνο οι πιστοί. Έτσι, ο ιερέας τονίζει την ανάγκη σωφροσύνης και καθαρότητας της ψυχής του αλλά και του λαού, προκειμένου να ιερουργήσει μαζί του τα άχραντα Μυστήρια. Αυτές τις αρετές τις ζητά ως δωρεά από το Θεό!

Η ευχή φέρει την ένδειξη ότι αναγινώσκεται «μετά το απλωθήναι το Ειλητόν». Το «Ειλητό» είναι κάλυμμα της αγίας Τραπέζης που απλώνεται μόνο κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από το «Αντιμήνσιο», το οποίο είναι αγιογραφημένο ύφασμα επί του οποίου τελείται η θεία Ευχαριστία και το οποίο συμβολίζει τη σινδόνα, με την οποία ο Ιωσήφ τύλιξε το σώμα του Χριστού. Εάν η αγία Τράπεζα του Ναού δεν είναι εγκαινιασμένη, το Αντιμήνσιο πρέπει να έχει ιερά λείψανα.

Η δεύτερη ευχή των πιστών ξεκινά με την επίταση «πάλιν καὶ πολλάκις», «πάλι και πολλές φορές», φράση η οποία υποδηλώνει την ανάγκη να καταστεί η προσευχή εντονώτερη. Το περιεχόμενο της ευχής επαναλαμβάνει τα αιτήματα της πρώτης ευχής των πιστών για καθαρότητα ψυχών και σωμάτων, επικειμένης της τελέσεως του Ευχαριστίας.

Σημαντικό σημείο της ευχής είναι η αναφορά σε «συνευχόμενους» πιστούς, η οποία διαδηλώνει την ενότητα κλήρου και λαού κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Μέσα από τη συγκεκριμένη αναφορά, αποκαλύπτεται ο βαθύτερος πνευματικός στόχος της συμμετοχής των πιστών: η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού, μέσα από τη Μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων.

O ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Έφθασε η στιγμή, κατά την οποία ο ιερέας θα μεταφέρει τα Τίμια Δώρα από την Πρόθεση στην αγία Τράπεζα. Πριν από τη μεταφορά, που ονομάζεται «Μεγάλη Είσοδος», ο ιερέας αναπέμπει την ευχή του Χερουβικού ύμνου.

Η συγκεκριμένη ευχή αποτελεί μία προετοιμασία του Λειτουργού (πρεσβυτέρου ή επισκόπου) για την επιτέλεση του Μυστηρίου. Διότι ὅλοι οἱ ἱερεὶς ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ, ἔχουν ἀνάγκη νὰ καθαριστοῦν ἐσωτερικὰ γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὴ θ. Λειτουργία καὶ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ δεχτοῦν τὸν χριστὸ μέσα τους. Μέσα από το κείμενο της ευχής, ο Λειτουργός αναγνωρίζει και ομολογεί την αναξιότητά του και το θείο μεγαλείο του Μυστηρίου, το οποίο πρόκειται να διακονήσει. Ο Λειτουργός δηλώνει ότι προχωρεί στην ιερουργία επειδή δεν στηρίζεται στη δική του καθαρότητα και αγιότητα, αλλά στο έλεος του Θεού. Επειδή ο Χριστός σαρκώθηκε και προσφέρθηκε ως θυσία στο Σταυρό, ο ιερουργός του Μυστηρίου δηλώνει την αλήθεια ότι ο Ίδιος ο Χριστός είναι ο λειτουργός του Μυστηρίου, εφόσον είναι Εκείνος που γίνεται τα πάντα για τον άνθρωπο. Ἔτσι ὁ ἱερέας δὲν μεταμορφώνεται σὲ λειτουργικὸ καλλιτέχνη ἀλλὰ συντρίβει τὸ θέλημά του καὶ προικίζεται μὲ πνευματικὲς αἰσθήσεις.

Η ευχή του Χερουβικού ύμνου δημιουργήθηκε και εντάχθηκε στη θεία Λειτουργία μετά τη δημιουργία της Ακολουθίας της Προσκομιδῆς ἤ Προθέσεως, δηλαδή μετά από τον 8ο αιώνα. Μέχρι τότε, οι πιστοί προσέφεραν τον άρτο και τον οίνο στο σκευοφυλάκιο, χώρο κοντά στην είσοδο του Ναού, ο δε Διάκονος μετέφερε τις προσφορές αυτές και τις έδιδε στον Επίσκοπο, ώστε να τοποθετηθούν πάνω στην αγία Τράπεζα και να αρχίσει το Μυστήριο. Όταν αργότερα δημιουργήθηκε η Ακολουθία της Προθέσεως για την υποδοχή των προσφορών και την προετοιμασία τους ενόψει της θείας Λειτουργίας, τότε δημιουργήθηκε η Μεγάλη Είσοδος, η μεταφορά δηλ. των Τιμίων Δώρων από την Πρόθεση στην αγία Τράπεζα και η ευχή του Χερουβικού ύμνου. Γι᾽ αὐτὸ, αὐτὴν τὴν στιγμὴ ποὺ ο ιερέας προσεύχεται συγχρόνως προετοιμάζει καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν προσκομισθέντων Δώρων. Μὲ εὐλάβεια ἀνοίγει πάνω στὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Τραπέζης τὸ Ἱερὸν Ἀντιμήνσιον (τετράγωνο μεταξωτὸ συνήθως ὕφασμα, μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ), τὸ ὁποῖο συμβολίζει τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἐγκαινιασμένο ἀπὸ τὸν τοπικὸ Ἀρχιερέα μὲ εἰδικὴ Ἱεροτελεστία. Πάνω σὲ αὐτὸ καὶ μόνο ἐπάνω σὲ αὐτὸ τελεῖται τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων ἡ Θ. Εὐχαριστία.

Τὴν ἴδια στιγμὴ οἱ Ψάλτες προτρέπουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸν ὕμνο «Οἱ τὰ Χερουβεὶμ….» νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κάθε ἔγνοια τῆς καθημερινῆς ζωῆς, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων τὸν Κύριο ποὺ συνοδεύουν ἀοράτως Ἀγγελικὰ Τάγματα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟΣ

Η Μεγάλη Είσοδος ερμηνεύτηκε συμβολικά είτε ως η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, είτε ως η πορεία του Κυρίου προς το Πάθος, είτε ως η μεταφορά του Σώματος του Κυρίου στον τάφο για τον ενταφιασμό Του.

Ὁ Ἱερέας ἐνῶ εἰσοδεύει ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς πιστοὺς εὔχεται νὰ θυμηθεῖ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ὅλον τὸν κόσμο στὴ Βασιλεία Του. Καὶ καθὼς οἱ Ψάλτες ὁλοκληρώνουν τὸν Χερουβικὸ ὕμνο, ὁ ἱερέας αποθέτει τὰ Δῶρα ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Ἀντιμνησίου.

ΤΑ ΠΛΗΡΩΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ

Μετά τη Μεγάλη Είσοδο ακολουθούν τα Πληρωτκά, τα οποία ονομάστηκαν έτσι από την πρώτη προσευχή που ξεκινά με το «Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ». Τώρα τὰ αἰτήματα ἀναφέρονται κυρίως στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὄχι σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ. Και αυτή η δέηση, όπως όλες, καταλήγουν σε ευχή όπου ο ιερέας παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί την προσευχή και τη θυσία του λαού Του, ώστε να συγχωρεθούν οι αμαρτίες και να γίνει ευπρόσδεκτη η θυσία τους στέλνοντας το Άγιο Πνεύμα πάνω στα Τίμια Δώρα και το λαό του τα προσφέρει.

Ἔπειτα ο ἱερέας εὐλογεί το λαό. Με το δεξί χέρι απλωμένο πάνω στο λαό με τα τρία δάκτυλα εκτεταμμένα να ομολογούν την Αγία Τριάδα και τα άλλα δυο να σχηματίζουν έναν σταυρό ή κατ’άλλους ένα Χ, το όνομα του Χριστού, ποιεί ευκρινώς το σημείο του Σταυρού. Η όπως λέγεται στην εκκλησιαστική γλώσσα Ειρηνεύει, δίνει δηλ. την ειρήνη του Χριστού στοὺς πιστοὺς καὶ ἐκεῖνοι εὔχονται γιὰ τὸν ἱερέα: «καὶ τῷ πνεύματί σου». Αμέσως μετά την ειρήνευση τους προτρέπει νὰ ἀγαπήσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ νὰ ὁμολογήσουν ὅλοι μαζὶ τὴν πίστη μὲ ὁμόνοια. Αὐτὴ τὴν στιγμὴ γίνεται ἡ ἀλληλοσυγχώρεση τῶν ἱερέων, ὅπως παλαιά ἔκανε όλος ὁ λαός, ὥστε ἑνωμένοι, ἀγαπημένοι καὶ ἀλληλοσυγχωρεμένοι νὰ ὁμολογήσουν πίστη στὴν ἁγία Τριάδα καὶ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ κοινωνήσουν.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἱερέως νὰ φυλάξουν καλὰ μὲ σύνεση καὶ προσοχὴ τὶς πόρτες τοῦ Ναοῦ μήπως εἰσέλθουν ἀμύητοι στὴν πίστη, ξεκινάει ἡ ὁμολογία τῆς πίστης. Ὅμως ἡ προτροπὴ αὐτὴ σημαίνει καὶ κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς ὅτι πρέπει νὰ προσέξουν τὶς αἰσθήσεις τους, τὸ μυαλό τους, τὶς σκέψεις τους, τὰ μάτια τους γιατὶ μέσα ἀπὸ αὐτὰ περνᾶ ἡ ἁμαρτία. Τήν στιγμὴ τῆς ὁμολογίας ὁ ἱερουργὸς κινεῖ ἀργὰ τὸν Ἀέρα πάνω ἀπὸ τὰ Ἅγια Δισκοπότηρα, σύμβολο τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Το Σύμβολο της Πίστεως αποτελεί την έκφραση του κοινού στοιχείου όλων των πιστών. Είναι η προϋπόθεση να Κοινωνήσουν! Η Εκκλησία, μέσα από πολλούς αγώνες, διατύπωσε την πίστη στον Τριαδικό Θεό, στην Εκκλησία και στην προσδοκόμενη ανάσταση των νεκρών. Η απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως υπενθυμίζει τους αγώνες αυτούς της Εκκλησίας και παρέχει στους πιστούς τη δυνατότητα να ενισχύσουν μέσα τους την αλήθεια της διδασκαλίας της Εκκλησίας, η οποία μόνο αυτή σώζει!

Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ

Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως ὁ ἱερεύς θὰ παρακαλέσει τὸ Ἅγιο Πνεύμα νὰ ἔρθει πρώτα πάνω στοὺς πιστοὺς καὶ ἔπειτα στὰ Τίμια Δῶρα, ὥστε νὰ μεταβληθοῦν σὲ Σῶμα καὶ Αἶμα τοῦ Χριστοῦ. Πρὶν ὅμως ἀπ᾽ ὅλα, θὰ προηγηθεῖ ἡ προτροπὴ νὰ σταθοῦν ὅλοι καλὰ καὶ μὲ σεβασμὸ καὶ Εἰρήνη γιὰ νὰ προσφέρουν ἔτσι ὅλοι μαζὶ τὴν θυσία στὸ Θεό.

Φθάνουμε, τώρα, στο κεντρικό σημείο της θείας Λειτουργίας, αυτό που ονομάζεται «αγία Αναφορά» και που κορυφώνεται με τον καθαγιασμό των Δώρων. Ὁ Ἐκκλησιάρχης κλείνει τὴν Ὡραία Πύλη τοῦ Θυσιαστηρίου, ὅπως κλείστηκε καὶ ἡ θύρα τοῦ Τάφου, διότι ἡ μεγάλη στιγμὴ τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς ἔχει φτάσει.

α. Το πρώτο τμήμα της ευχής της Αναφοράς

Το πρώτο τμήμα της ευχής της Αναφοράς περιγράφει την αρχή του σχεδίου της θείας Οικονομίας: ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και όταν εκείνος (ο άνθρωπος) απομακρύνθηκε από το Θεό, ο Πλάστης δεν έπαυσε να δραστηριοποιείται προς την κατεύθυνση της επανόδου του ανθρώπου στην αρχική σχέση με το Δημιουργό του. Αυτές οι ενέργειες του Θεού θα αναφερθούν λεπτομερέστερα στο δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς. Το πρώτο τμήμα, πάντως, ολοκληρώνεται με την ευχαριστία προς το Θεό γι᾽ αυτό το σχέδιο της θείας Οικονομίας. Η ευχαριστιακή δοξολογία προς το Θεό έχει ως πρότυπό της τη δοξολογία των Αγγέλων στο ουράνιο θυσιαστήριο. Όπως διαπιστώσαμε σε προηγούμενες σημειώσεις, το γεγονός ότι η δοξολογία των Αγγέλων αποτελεί το πρότυπο της δοξολογίας των πιστών κατά τη θεία Λειτουγία τονίζεται και σε άλλες ευχές της θείας Λειτουργίας.

Και τα δύο τμήματα της ευχής της Αναφοράς συνοψίζουν ολόκληρη τη θεολογία της θείας Λειτουργίας: ο Θεός αναζήτησε τον πλανημένο άνθρωπο, εξεπόνησε σχέδιο για τη σωτηρία του, και ο άνθρωπος εκφράζει- μέσα από την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας- τη δοξολογική ευχαριστία του προς το Θεό.

β. Ο Επινίκιος ύμνος

Ο ύμνος βρίσκεται στο βιβλίο του Ησαΐα (στην Παλαιά Διαθήκη), κεφάλαιο 6, στίχος 3. Η εβραϊκή λέξη «Σαβαώθ» αναφέρεται στη δύναμη του Θεού. Ονομάστηκε «επινίκιος ύμνος» ως ο ύμνος του θριάμβου των αγγελικών δυνάμεων εναντίον του διαβόλου. Στον ύμνο αυτό συνενώνεται η αγγελική δοξολογία προς το Θεό με τον ύμνο, με τον οποίο υποδέχθηκε ο λαός των Ιεροσολύμων το Χριστό. Έτσι, ψάλλοντας αυτόν τον ύμνο, μιμούμαστε τους Αγγέλους και ταυτόχρονα το λαό της αγίας Πόλεως. Ο ύμνος, όμως, αυτός δεν περιέχει μόνο τη δοξολογία προς το Θεό, αλλά και μία προφητεία για τα αγαθά που ο Θεός πρόκειται να δώσει σε ολόκληρη την οικουμένη («πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου»).

γ. Το δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς

Όπως προαναφέρθηκε, το δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με το σχέδιο της θείας Οικονομίας, δηλαδή με το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Οι λεπτομέρειες αυτές αφορούν στη Σάρκωση και το σωτηριώδες έργο του «Μονογενούς Υιού» του Θεού, δηλαδή του Χριστού. Η ευχή επικεντρώνεται σ᾽ ένα κομβικό σημείο του έργου του Χριστού: στην παράδοση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο. Έτσι, η θεία Ευχαριστία παρουσιάζεται ως το κέντρο και η κορύφωση του έργου του Χριστού· άλλωστε, γι᾽ αυτό το λόγο το Δείπνο ονομάστηκε «μυστικό»: όχι με την αρχαιοελληνική έννοια του απόκρυφου (του γνωστού στους λίγους), αλλά με την έννοια του «ιερού», εκείνου που οδηγεί στην ιερότερη προοπτική του ανθρώπου, στη σωτηρία του.

Το δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς μάς εισάγει στην έννοια της θείας Λειτουργίας ως «θυσίας»: εκείνης της υπέρτατης Θυσίας του Κυρίου επί του Σταυρού, η οποία επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία επί της αγίας Τράπεζας. Εκεί (κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας) κορυφώνεται το Μυστήριο της αγάπης του Θεού, σύμφωνα με τη φράση του Ιωάννη: «Έτσι αποδείχτηκε η αγάπη του Θεού για εμάς: έστειλε τον Υιό Του τον Μονογενή στον κόσμο...ως εξιλαστήρια θυσία για την αμαρτία μας» (Α´ Ιω. 4, 9-10).

δ. Οι ιδρυτικοί λόγοι του Μυστηρίου

Η θεία Λειτουργία αποτελεί ανάμνηση της πράξεως του Κυρίου κατά το Μυστικό Δείπνο. Με την πράξη αυτή και, κυρίως, με τους συγκεκριμένους λόγους Του ο Χριστός δίδαξε ότι η ανάμνησή Του δεν είναι μία απλή σκέψη, αλλά μία πράξη: η τέλεση του Μυστηρίου του Δείπνου Του. Στα πλαίσια αυτής της Αναμνήσεως, ο ιερουργός επαναλαμβάνει τους λόγους του Κυρίου κατά το Μυστικό Δείπνο, οι οποίοι θεωρούνται ως οι «ιδρυτικοί λόγοι» του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Με τα λόγια αυτά, η Εκκλησία διαδηλώνει την αλήθεια ότι η θεία Ευχαριστία τελείται με κέντρο τον Κύριο «για την άφεση των αμαρτιών».

ε. Η ευχή της Αναμνήσεως

Στη θεία Λειτουργία, με τις ευχές και τις τελετουργίες ἀνανεώνεται πάντοτε η μνήμη των έργων που έπραξε ο Χριστός για τη σωτηρία των ανθρώπων. Έτσι, οι πιστοί που συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία δεν σκέπτονται απλά τη θυσία του Χριστού, αλλά τη ζούνε. Η ανάμνηση των ευεργεσιών του Χριστού οδηγεί τον πιστό σε στενότερη σχέση μαζί Του και τον ενισχύει στην πορεία της συνάντησης μαζί Του, σύμφωνα και με τη σκέψη του αποστόλου Παύλου: ότι η Εκκλησία τελεί τη θεία Ευχαριστία «σε ανάμνηση του Κυρίου» και με τον τρόπο αυτό πορεύεται προς συνάντησή Του (Α´ Κορ. 11, 25-26).

ζ) Η πρώτη ευχή των Διπτύχων

Στον ετήσιο λειτουργικό κύκλο, κάθε ημέρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Αγίων. Στην πρώτη ευχή των Διπτύχων, η Εκκλησία προβάλλει προς μίμηση το παράδειγμα του εορταζόμενου Αγίου, εφόσον η παρουσία και η μεσιτεία των Αγίων στηρίζουν τη ζωή εκείνων που συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία. Ο εορταζόμενος Άγιος μνημονεύεται στα Δίπτυχα (δηλαδή στον κατάλογο των σημαντικότερων άγιων μορφών στην ιστορία της Εκκλησίας) διότι είναι εκείνος που με τη ζωή του οδηγεί (ως πρότυπο) τούς μετέχοντες στη θεία Λειτουργία προς μία ένωση με το Χριστό. Με την πρώτη ευχή των Διπτύχων ευχαριστούμε το Θεό για τους Αγίους που μάς χάρισε ως προστάτες και πνευματικούς οδηγούς. Αλλά ευχαριστούμε και τους Αγίους, το παράδειγμα των οποίων καθοδηγεί τους πιστούς.

η) Η δεύτερη ευχή των Διπτύχων

Μετά από την ανάμνηση των αγίων μορφών στην ιστορία της Εκκλησίας και μετά από τη δοξολογία του Θεού για την ύπαρξή τους, η δεύτερη ευχή των Διπτύχων εύχεται για τους ανθρώπους, μνημονεύοντας εκείνους που ευρίσκονται σε ανάγκες. Ακόμα και στην ιερότερη στιγμή της θείας Λειτουργίας, η Εκκλησία δεν ξεχνά ότι στον κόσμο υπάρχουν πολλές δοκιμασίες και θλίψεις των ανθρώπων. Η θεία Λειτουργία δεν είναι μια «εξωκοσμική» διαδικασία, αλλά μεταφέρει τον αγιασμό του Θεού στο σύγχρονο άνθρωπο που ευρίσκεται σε ποικίλες ανάγκες.

στ. Η ευχή της Επικλήσεως

Η ευχή της Επικλήσεως του Αγίου Πνευματος να αγιάσει τα προσφερόμενα και να τα καταστήσει Σώμα και Αίμα Χριστού αποτελεί την κεντρική πράξη της θείας Λειτουργίας και την κορύφωση του Μυστηρίου. Ολόκληρο το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, εφόσον ο Παράκλητος (το Άγιο Πνεύμα) είναι Εκείνος που συνεχίζει το έργο του Χριστού. Η αποστολή του Παρακλήτου στον κόσμο είναι η επιβεβαίωση ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει τα παιδιά Του. Έτσι, στη θεία Λειτουργία, η Εκκλησία επικαλείται (ζητά με την προσευχή) την αποστολή του Αγίου Πνεύματος για τον καθαγιασμό των προσφερόμενων Δώρων (του άρτου και του οίνου). Με την επίκληση, λοιπόν, η Εκκλησία επαναβεβαιώνεται για την παρουσία και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της· μία παρουσία που παραπέμπει στην αόρατη παρουσία του Ίδιου του Χριστού κατά τη θεία Λειτουργία, όπως τονίζεται σε μία άλλη ευχή (ο Χριστός είναι «Εκείνος που ευρίσκεται στα δεξιά του Πατέρα, αλλά ταυτόχρονα παρίσταται στην Εκκλησία Του αοράτως κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας). Με την Επίκληση του Αγίου Πνεύματος τα μέλη της Εκκλησίας λαμβάνουν τη χάρη της ευχαριστιακής ενότητας, διότι το Άγιο Πνεύμα «συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας» (όπως τονίζεται σε έναν ύμνο).

Η ευχή της Επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος διαδηλώνει τις ευεργεσίες που παρέχονται στον πιστό, ο οποίος θα μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων: τη γαλήνη της ψυχής, την άφεση των αμαρτιών, τη λήψη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών, την απόκτηση παρρησίας ενώπιόν του Θεού και την αποφυγή της αμαρτίας και της θεϊκής καταδίκης.

Η ΕΚΤΕΝΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Με τη συγκεκριμένη ευχή αρχίζει η προετοιμασία για τη θεία Μετάληψη. Στο κείμενό της συνοψίζεται ολόκληρη η θεολογία περί της θείας Ευχαριστίας: η θεία Μετάληψη αποκαλείται ως «φρικτό και επουράνιο Μυστήριο» και προσφέρεται πάνω σε μία Τράπεζα που αποκαλείται «ιερή και πνευματική». Οι θεολογικές αυτές θέσεις περί θείας Μεταλήψεως αποκαλύπτουν την ιερότητα του Μυστηρίου ως μιας θεϊκής δωρεάς, ως μιας δωρεάς που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ο πιστός χωρίς την αναγκαία προετοιμασία και χωρίς τη λειτουργία προϋποθέσεων.

Οι προϋποθέσεις αυτές τονίζονται στην ίδια ευχή: απαιτείται καθαρή συνείδηση του πιστού. Η έννοια της «συνείδησης» είναι πολυσήμαντη, εφόσον καλύπτει ολόκληρο το φάσμα της πνευματικότητας. Ακόμη και στις επιστήμες της ψυχικής υγείας, η συνείδηση αποτελεί τον βασικό μοχλό για τη διαμόρφωση ισορροπίας στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Επομένως, η καθαρότητα της συνειδήσεως είναι η πολυτιμότερη προϋπόθεση για τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων.

Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι η ευχή αυτή προετοιμασίας για τη θεία Μετάληψη αναφέρεται και στα αποτελέσματα που θα έχει αυτή η Μετάληψη: «για να μάς χαριστούν οι αμαρτίες, για να μάς συγχωρεθούν τα σφάλματα, για να κληρονομήσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για να έχουμε παρρησία μπροστά σου, όχι για να αμαρτήσουμε και να κατακριθούμε». Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι η άφεση των αμαρτιών δεν μνημονεύεται ως προϋπόθεση για τη θεία Μετάληψη (να μεταλάβεις εφόσον έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες σου), αλλά ως αποτέλεσμα της θείας Μεταλήψεως (να μεταλάβεις για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου). Αυτή η αλήθεια πρέπει να τονιστεί στη σύγχρονη ζωή της Εκκλησίας: ότι ο Θεός προσκαλεί για τη θεία Μετάληψη όχι τους άγιους ή τους τέλειους, αλλά τους αμαρτωλούς.

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Αφού όλοι μαζί οι πιστοί απαγγείλουν την Κυριακή προσευχή (την προσευχή, την οποία ο ίδιος ο Κύριος υπέδειξε ως την καταλληλότερη), ακολουθούν η ευχή της κεφαλοκλισίας και η δεύτερη ευχή προετοιμασίας για τη θεία Μετάληψη.

Η κεφαλοκλισία είναι η απόδειξη της ευγνωμοσύνης μας προς το Θεό και η ένδειξη της ευχαριστίας μας προς Αυτόν. Επειδή με τη σταυρική Του θυσία ο Χριστός κατέστησε τους ανθρώπους «φίλους Του» (όπως λέγει στους Μαθητές), οι πιστοί ανταποδίδουν με την κλίση της κεφαλής αυτή την τιμητική διάκρισή τους. Η αναφορά σε μία «εξατομίκευση» των αγαθών της θείας Μεταλήψεως («Σὺ οὖν, Δέσποτα, τὰ προκείμενα πᾶσιν ἡμῖν εἰς ἀγαθὸν ἐξομάλισον, κατὰ τὴν ἑκάστου ἰδίαν χρείαν») αποδεικνύει ότι η θεία Μετάληψη απευθύνεται όχι μόνο γενικά στο σώμα των πιστών, αλλά και στις εξειδικευμένες ανάγκες και τα προβλήματα του κάθε μέλους της Εκκλησίας (μερικά από αυτά μνημονεύονται στην ευχή).

Λίγο πριν από τη θεία Μετάληψη, η τελευταία ευχή προετοιμασίας τονίζει το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας: ο Κύριος ευρίσκεται «στο άγιο κατοικητήριό Του» και «στο θρόνο Του», αλλά ταυτοχρόνως ευρίσκεται αοράτως παρών κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας. Εκείνος είναι που θα μεταλάβει τους ιερείς, οι οποίοι ακολούθως θα μεταλάβουν τους πιστούς, προεκτείνοντας έτσι το δικό Του έργο.

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ

Αρχίζει, τώρα, η διαδικασία της θείας Κοινωνίας πρώτα του ιερέα και ακολούθως του λαού. Πρώτη πράξη στη διαδικασία αυτή είναι ο «μελισμός του Αμνού», δηλαδή ο τεμαχισμός του σε τέσσερα τμήματα. Πρόκειται για την ίδια πράξη που τέλεσε ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο, όταν τεμάχισε τον άρτο και τον έδωσε στους Μαθητές Του. Η πράξη αυτή επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία και ονομάζεται «κλάση (τεμαχισμός) του άρτου». Ο ιερέας τοποθετεί (σε σχήμα σταυρού) τα τέσσερα τεμάχια πάνω στο Δισκάριο και μεταλαμβάνει πρώτα ο ίδιος (αργότερα θα τα τοποθετήσει εντός του αγίου Ποτηρίου, ώστε να μεταλάβουν και οι πιστοί).

Η «κλάση του άρτου» αποτελεί την πράξη, με την οποία οι πρώτοι Χριστιανοί αναγνώριζαν ο ένας τον άλλο. Στις «Πράξεις των Αποστόλων», οι δύο Μαθητές αναγνωρίζουν (στο χωριό Εμμαούς) το Χριστό από το γεγονός της «κλάσεως του άρτου». Όπως λέγει ο ιερέας κατά τον μελισμό, ο Χριστός «μελίζεται, αλλά δεν διαιρείται», διότι είναι παρών ολόκληρος σε κάθε ένα τεμάχιο του «μελισμένου» Αμνού.

Τέλος, ο ιερέας μεταλαμβάνει το Αίμα του Κυρίου από το άγιο Ποτήριο.

Αρχίζει, τώρα, η προετοιμασία για τη θεία Κοινωνία του λαού.

Ο ιερέας τοποθετεί μία από τις μερίδες του Αμνού εντός του Ποτηρίου και η φράση του «Πλήρωμα Ποτηρίου, πίστεως, Πνεύματος Αγίου» παραπέμπει στον Κύριο που μάς γεμίζει με το Άγιο Πνεύμα.

Αφού ο ιερέας ολοκληρώσει την ένωση του Αμνού με το Τίμιον Αίμα του Ποτηρίου, λαμβάνει ζεστό νερό (το λεγόμενο «ζέον») και το τοποθετεί εντός του Ποτηρίου. Όπως σημειώνει ένας σημαντικός σχολιαστής της θείας Λειτουργίας (ο άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως), ο ιερέας θέτει το «ζέον» εντός του Ποτηρίου διότι, «όπως τότε εξήλθαν από τη ζωντανή θεία πλευρά το αίμα και το ύδωρ με πλήρη θερμότητα, έτσι και τώρα, κατά τον καιρό της θείας Μεταλήψεως, το νερό που χύνεται στο άγιο Ποτήριο είναι θερμό και συμπληρώνει το συμβολισμό του Μυστηρίου».

Ακολούθως (και ακριβώς πριν αρχίσει η θεία Κοινωνία των πιστών), ο ιερέας διαβάζει κάποια κείμενα προετοιμασίας των πιστών για τη θεία Μετάληψη, τα οποία προέρχονται από την Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως.

Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ο ιερέας εξέρχεται από το άγιο Βήμα και προσκαλεί το λαό να προσέλθει στη θεία Μετάληψη θέτοντας τρεις προϋποθέσεις: να υπάρχει «φόβος Θεού», «πίστη» και «αγάπη». Κι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (που συνέγραψε το κείμενο της θείας Λειτουργίας) συμβουλεύει ότι, «όταν πρόκειται να προσέλθετε στη θεία και φρικτή Τράπεζα, στην ιερή αυτή μυσταγωγία, να προσέρχεσθε με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή και με νηστεία και προσευχή».

Με τα λόγια του ιερέα είναι σαφές ότι απαιτείται κατάλληλη προετοιμασία για να προσέλθει ο πιστός στη θεία Μετάληψη. Η πίστη, ο φόβος του Θεού και η αγάπη συνιστούν τον τρόπο, με τον οποίο καλείται ο πιστός να προσέλθει και να μεταλάβει το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Και τοῦτο διότι, η «πίστη» είναι η αφετηρία της ζωής κοντά στο Χριστό, ο «φόβος του Θεού» γεννιέται όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι ελεύθερη από τις βιοτικές μέριμνες και η «αγάπη» είναι η απόφαση τού να προσφέρουμε κάτι από την ύπαρξή μας στο συνάνθρωπό μας (κι όχι απλά την ελεημοσύνη μας).

Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΕΥΧΗ

Τώρα ο ιερέας ευχαριστεί το Θεό για τη θεία Μετάληψη τόσο του ιδίου, όσο και των πιστών.

Η ευχή ευχαριστίας μετά τη θεία Μετάληψη αναφέρεται (και πάλι) σε «Μυστήρια επουράνια και αθάνατα», τονίζοντας ότι η θεία Μετάληψη παρέχεται από τον ουρανό («επουράνια Μυστήρια») και παρέχει την αθανασία στους μεταλαμβάνοντες («αθάνατα Μυστήρια»). Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνεται η αλήθεια ότι η θεία Μετάληψη παρέχεται ως «φάρμακο αθανασίας» και ως «αντίδοτο του μη αποθανείν»· δηλαδή, οι μεταλαμβάνοντες πιστοί βιώνουν (εφόσον έχουν μεταλάβει αξίως) την κατάσταση της αιωνιότητας και προγεύονται της αθανασίας που θα έχουν. Η αλήθεια αυτή επαναλαμβάνεται με τη φράση που λέγει ο ιερέας την ώρα της θείας Μεταλήψεως του κάθε πιστού: «Μεταλαμβάνει για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του και για να ζήσει στην αιωνιότητα».

Η ΟΠΙΣΘΑΜΒΩΝΟΣ ΕΥΧΗ

Στους πρώτους αιώνες η θεία Λειτουργία τελείωνε με τη φράση του ιερέα «Εν ειρήνη προέλθωμεν» (ας φύγουμε ειρηνικά). Η φράση αυτή σήμαινε το τέλος της ευχαριστιακής συνάξεως και την απόλυση των πιστών. Η ευχή που λέγει σήμερα ο ιερέας (μετά από το «εν ειρήνη προέλθωμεν») προστέθηκε αργότερα και ονομάζεται «Οπισθάμβωνος», διότι αρχικά διαβαζόταν στο κέντρο του ναού, πίσω από τον άμβωνα.

Πρόκειται για μία τελική ευχή δοξολογίας του Θεού, στην οποία ανακεφαλαιώνονται περιληπτικά όλα τα σημαντικά αιτήματα που διατυπώθηκαν στις διάφορες ευχές της θείας Λειτουργίας. Επειδή όλοι όσοι μετέλαβαν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου καλούνται τώρα να εξέλθουν του ναού και να αποδείξουν στη καθημερινή ζωή τους ότι μετέλαβαν αξίως, γι᾽ αυτό η θεία Λειτουργία προβλέπει την Οπισθάμβωνο ευχή, με την οποία παρακαλεί το Θεό να ενισχύσει τον αγώνα των πιστών, ώστε να υπάρξει μια «Λειτουργία» μετά τη «θεία Λειτουργία».

Η ΑΠΟΛΥΣΙΣ

Η θεία Λειτουργία έφθασε στο τέλος της. Ο ιερέας αφού ευλογήσει σταυροειδώς το λαό και ευχηθεί να έλθει η ευλογία του Κυρίου, τελεί την «απόλυση» της Λειτουργίας. Επικαλείται, δηλαδή, τον αληθινό Θεό (τον Κύριο Ιησού) να ελεήσει και να σώσει όλα τα μέλη της Εκκλησίας, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στην απόλυση της θείας Λειτουργίας ο ιερέας «εύχεται ο Θεός να μάς ελεήσει και να σωθούμε, διότι δεν έχουμε τίποτα δικό μας να παρουσιάσουμε άξιο σωτηρίας, αλλά αποβλέπουμε μόνο στη φιλανθρωπία Εκείνου που μπορεί να μάς σώσει. Γι᾽ αυτό και μνημονεύει πολλούς πρεσβευτές, που θα μάς βοηθήσουν σ᾽ αυτό, και προπάντων την Παναγία Μητέρα Του».

Μετά την απόλυση, ο ιερέας διανέμει το «αντίδωρο», δηλαδή τον αγιασμένο άρτο ο οποίος δίδεται σ᾽ εκείνους που δεν μετέλαβαν ως μία ευλογία «αντί του Δώρου» (αντί της θείας Μεταλήψεως)· όχι, βέβαια, υπό την έννοια ότι το «αντίδωρο» υποκαθιστά το «Δώρο», αλλά υπό την έννοια μιας «πνευματικής παρηγοριάς» για όσους δεν μπόρεσαν να μεταλάβουν.

Η ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ

Μετά από τη θεία Μετάληψη των πιστών και επειδή (συνήθως) έχει απονείνει στο Ποτήριο ένα υπόλοιπο του Σώματος και Αίματος του Κυρίου, ο ιερέας «καταλύει» αυτό το υπόλοιπο, δηλαδή το λαμβάνει ο ίδιος. Και τούτο διότι το περιεχόμενο του Ποτηρίου είναι ιερό και δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνον με τη μετάληψή του.

Μετά από την κατάλυση, ο ιερέας σφουγγίζει με το μάκτρο την αγία Λαβίδα (το ιερό σκεύος, με το οποίο μετέλαβαν οι πιστοί), τοποθετώντας δε στο Ποτήριο μικρή ποσότητα νερού, επιτυγχάνει να το «αποπλύνει» τελείως, δηλαδή να μην αφήσει μέσα στο Ποτήριο έστω και σταγόνα από το Αίμα του Κυρίου. Τέλος διπλώνει το μάκτρο, το τοποθετεί πάνω στο άγιο Ποτήριο και έτσι ολοκληρώνεται η θεία Λειτουργία.