ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ο μελλοντικός λειτουργός λαμβάνει (πριν αρχίσει την προετοιμασία για τη θεία Λειτουργία) την ευχή του Ηγουμένου. Πρόκειται για μία πράξη που συμβολίζει την αρετή της υπακοής του λειτουργού προς τον Ηγούμενό του. Με εφόδιο αυτή την αρετή, θα προχωρήσει στην τέλεση της θείας Λειτουργίας.
Μετά από την ευχή του ηγουμένου, ο ιερέας «λαμβάνει καιρό», δηλαδή προετοιμάζεται για να εισέλθει στο ιερό Βήμα και να αρχίσει όλες τις τελετουργικές διαδικασίες μέχρι την έναρξη της θείας Λειτουργίας. Η προετοιμασία του συνίσταται στα Τροπάρια (που λέγει με κατάνυξη) και με τα οποία ζητάει το έλεος και την ανοχή του Θεού για να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Μετά από τα Τροπάρια αυτά, ο ιερέας θα προσκυνήσει τις εικόνες που βρίσκονται στο Τέμπλο: την «άχραντη» εικόνα του Κυρίου, της Θεοτόκου, του Τιμίου Προδρόμου και των άλλων Αγίων. Για την παράδοση της Εκκλησίας, οι εικόνες «διηγούνται» το έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Με την προσκύνηση των αγίων εικόνων ο ιερέας διαδηλώνει μια αλήθεια: ότι στο χώρο του ναού (εκεί που πρόκειται να τελεστεί η θεία Λειτουργία) συνυπάρχουν- μαζί με το Χριστό- η Θεοτόκος και οι Άγιοι και ότι όλοι είναι αοράτως παρόντες κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας. Τέλος, εισέρχεται στο ιερό Βήμα ζητώντας και πάλι από τον Κύριο να τον ενισχύσει στην ιερουργία.
Ο λειτουργός ιερέας ενδύεται (κατ΄ αρχάς) το Στιχάριο (ένα άμφιο που συμβολίζει ότι ο Θεός «έστηκεν» παρέστηκε δίπλα στον ιερέα για να τον ενισχύσει), δοξολογώντας το Θεό. Στα λόγια που ακολουθούν, ο ιερέας αναφέρεται σε μια συμβολική διάσταση του ιερού αμφίου: στο γεγονός ότι ο Θεός αξίωσε τον ιερέα με ένα μεγάλο λειτούργημα, για το οποίο και τον «έντυσε» με όλες τις τιμές.
Φοράει (ακολούθως) το Επιτραχήλιο, που συμβολίζει την παροχή (από το Θεό) της ειδικής ιερατικής Χάρης. Γι’ αυτό και αναφέρεται στην ιερατική Χάρη που έδωσε ο Θεός στον Ααρών, τον πρώτο ιερέα της Π.Δ. μετά την παράδοση της Διαθήκης στον εκλεκτό λαό.
Φορώντας (αμέσως μετά) τη Ζώνη, αναφωνεί την αλήθεια ότι είναι ο Θεός που «έζωσε» με τη δύναμή Του τον ιερέα και του έδωσε (έτσι) τη δύναμη ώστε να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Πρόκειται για μια συμβολική αναφορά στη ζώνη.
Τώρα φοράει τα Επιμανίκια. Και φορώντας το δεξιό, υπενθυμίζει τη δύναμη του Θεού, φορώντας δε το αριστερό υπενθυμίζει τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό.
Τέλος, πάνω από όλα τα άμφια, φοράει το Φαιλόνιο που είναι το σύμβολο της θείας δικαιοσύνης. Φορώντας το Φαιλόνιο, μιμείται το Χριστό, Εκείνον που εργάστηκε για την αληθινή δικαιοσύνη.
Έχοντας ολοκληρώσει την ένδυση των αμφίων, ο λειτουργός προβαίνει σε μία πράξη που ονομάζεται «νίψη (πλύσιμο) των χεριών». Η πράξη αυτή έχει συμβολικό περιεχόμενο: η κάθαρση των χεριών θυμίζει την κάθαρση της ψυχής (απόλυτα απαραίτητη για να λειτουργήσει ο ιερέας).
Είναι τώρα έτοιμος ν’ αρχίσει την προετοιμασία του ψωμιού και του κρασιού για τη θεία Λειτουργία.
Κάνοντας τρεις μετάνοιες μπροστά στα προσφερθέντα δώρα, ο ιερέας ζητάει το έλεος του Θεού για να προχωρήσει στην προετοιμασία τους για τη θεία Λειτουργία. Υψώνει ένα από τα πρόσφορα μαζί με τη λόγχη (ένα από τα ιερά σκεύη) υπενθυμίζοντας με τα λόγια του ότι ο Χριστός σταυρώθηκε και «κεντήθηκε» με τη λόγχη για να απαλλάξει τον άνθρωπο από τον «παλιό νόμο», δηλαδή από δουλεία στις θρησκευτικές διατάξεις του μωσαϊκού νόμου.
Αμέσως μετά, ο ιερέας υπενθυμίζει ότι όλα όσα θα ακολουθήσουν στη θεία Λειτουργία, αποτελούν « ανάμνηση» του Χριστού. Και τούτο διότι ο ίδιος ο Χριστός συνέστησε στους Μαθητές Του να τελούν τη θεία Λειτουργία «για να Τον ενθυμούνται». Έτσι, ο ιερέας δηλώνει ότι η θεία Λειτουργία είναι εκείνη η πράξη που ενεργεί την παρουσία του Χριστού ανάμεσά μας.
Κι αυτή η ανάμνηση αρχίζει αμέσως να αποκτά περιεχόμενο: ο ιερέας σφραγίζει και κόβει σε σχήμα σταυρού το κεντρικό τμήμα του προσφόρου (αυτό που ονομάζεται «Αμνός»), επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Προφήτη Ησαΐα για τον Μεσσία: ότι θα θυσιαστεί «σαν ένα πρόβατο, χωρίς να διαμαρτυρηθεί» και ότι με την ταπείνωσή Του θα αναδείξει τη θεϊκή αποστολή της σωτηρίας του ανθρώπου. Επαναλαμβάνοντας ο ιερέας τα λόγια αυτά του Προφήτη περί της σταυρικής θυσίας του Χριστού, αποκόπτει το κεντρικό τμήμα του προσφόρου (τον «Αμνό»). Αυτό θα είναι το τμήμα που θα καθαγιαστεί (στη θεία Λειτουργία) σε Σώμα του Χριστού.
Τώρα ο ιερέας προχωρά σε μία συμβολική αναπαράσταση της Σταυρώσεως του Χριστού: τοποθετεί τον «Αμνό» πάνω στο Δισκάριο (ένα από τα ιερά σκεύη) και αναγγέλλει τη θυσία του «Αμνού» (του Χριστού). Σφραγίζει (κόβει) σταυροειδώς τον Αμνό και αναφέρεται στη σταυρική θυσία. Προχωρώντας στον κατακερματισμό του Αμνού σε τέσσερα τμήματα, ο ιερέας συνεχίζει να αναφέρεται στις ευεργεσίες της σταυρικής θυσίας προς τους ανθρώπους.
Περιγράφοντας τα γεγονότα της Σταυρώσεως του Χριστού, ο ιερέας υπενθυμίζει ότι, όταν ένας στρατιώτης λόγχισε την πλευρά Του, εξήλθε αίμα και νερό. Ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή βάζει στο άγιο Ποτήριο (ένα ακόμα λειτουργικό σκεύος) μικρή ποσότητα νάμματος (οίνου) και νερού. Με αυτή τη συμβολική πράξη αναπαριστά την αντίστοιχη λεπτομέρεια της σταυρικής θυσίας. Ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή ευλογεί το Ποτήριο και την «ένωση» του οίνου με το νερό.
Τώρα αρχίζει ένα τμήμα της Προσκομιδής που ονομάζεται «εξαγωγή των μερίδων» (της Θεοτόκου, των Αγίων κ.ά.). Ήδη από την Ακολουθία του Καιρού, ο ιερέας ζήτησε τη μεσιτεία της Θεοτόκου για να αποβεί άξιος ιερουργός της θείας Λειτουργίας. Η Θεοτόκος προβάλλεται (στην Εκκλησία) ως ο σύνδεσμος του ουρανού και της γης. Αυτή η εξέχουσα θέση υπαγορεύει την τοποθέτηση της «μερίδας της Θεοτόκου» στα δεξιά του Αμνού (δηλαδή, δίπλα στο Χριστό).
Ακολούθως, ο ιερέας εξάγει μερίδα των Αγγέλων και την τοποθετεί στα αριστερά του Αμνού. Μετά τη Θεοτόκο, οι Άγγελοι είναι εκείνοι που υπηρέτησαν το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου από το Θεό. Έτσι, δικαιωματικά τοποθετούνται δίπλα στο Χριστό (Αμνός), εφόσον και κατά τη θεία Λειτουργία πρόκειται να πλαισιώσουν- κατά τρόπο αόρατο- την ιερουργία.
Δίπλα από τις μερίδες των Αγγέλων, ο ιερέας τοποθετεί ανάλογες μερίδες για τον άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο, τους Προφήτες, τους μεγάλους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, τους αγίους Ιεράρχες, τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο, τους αγίους Μάρτυρες, τους Οσίους της Εκκλησίας, τους Αγίους Αναργύρους και, τέλος, για τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, συγγραφέα της θείας Λειτουργίας. Αυτή η συνάθροιση των Αγίων γύρω από το Χριστό έχει μια βαθύτερη σημασία: ότι στην Εκκλησία, κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας, υπάρχει απόλυτη ενότητα των πιστών με τους Αγίους και ότι οι Άγιοι προβάλλονται ως παραδείγματα ζωής, με την οποία κατέκτησαν μία θέση κοντά στο Χριστό.
Ακολουθεί η μνημόνευση των ζώντων και των κεκοιμημένων. Πρώτα μνημονεύονται όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και, ακολούθως, ο Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας, στην οποία τελείται η θεία Λειτουργία. Οι μερίδες αυτές τοποθετούνται στο κάτω τμήμα του Αμνού. Στο σημείο αυτό σταματά η εξαγωγή των μερίδων και αρχίζει η μνημόνευση ονομάτων ζώντων και κεκοιμημένων με τον ιερουργό να τοποθετεί στο κάτω τμήμα του Αμνού μικρά τμήματα του προσφόρου (ψίχουλα) την ώρα που εκφωνεί τα συγκεκριμένα ονόματα. Τελευταίο από τα ονόματα μνημονεύει ο ιερέας το δικό του, παρακαλώντας το Θεό να συγχωρήσει τις αμαρτίες του προκειμένου να επιτελέσει τη θεία Λειτουργία.
Όλα είναι πλέον έτοιμα για να καλύψει ο ιερέας τα προσφερόμενα Δώρα. Λαμβάνει, κατ’ αρχάς, ένα από τα ιερά σκεύη που ονομάζεται «αστέρας» και το τοποθετεί πάνω από τον άγιο Δίσκο (εκεί που είναι τοποθετημένος ο Αμνός και οι μερίδες). Η πράξη αυτή συμβολίζει το αστέρι που στάθηκε πάνω από το σπήλαιο της Γεννήσεως του Χριστού (ο ιερέας υπενθυμίζει αυτό το συμβολισμό με κατάλληλα λόγια που μάς παραπέμπουν- παράλληλα- στο γεγονός της δημιουργίας του σύμπαντος από το Θεό, με δεδομένο ότι ο αστέρας συμβολίζει τα ουράνια σώματα).
Πάνω από τον αστέρα τοποθετείται, τώρα ένα πρώτο κάλυμμα του αγίου Δισκαρίου. Με τα λόγια του (προερχόμενα από στίχους Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης) ο ιερέας υπενθυμίζει την αλήθεια ότι ο Χριστός έλαβε σώμα και με τη Σάρκωση αυτή ενίκησε τον εχθρό του ανθρώπου, το διάβολο.
Με ένα δεύτερο κάλυμμα ο ιερέας καλύπτει το άγιο Ποτήριο, υπενθυμίζοντας (με ψαλμικούς στίχους) ότι ο Θεός προσέφερε στον άνθρωπο και την κτίση τις ευεργεσίες Του, για τις οποίες πρόκειται οι πιστοί να Τον δοξολογήσουν κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας.
Τώρα ακολουθεί η κάλυψη και των δύο ιερών Σκευών (του Δισκαρίου και του αγίου Ποτηρίου) με ένα τρίτο κάλυμμα. Η κάλυψη αυτή συνοδεύεται από μικρή προσευχή του ιερέα για να λάβουν όλοι οι πιστοί (που θα συμετάσχουν στη θεία Λειτουργία) την θεϊκή προστασία από τις επιβουλές του διαβόλου, την εσωτερική ειρήνη και το έλεος του Θεού.
Έχοντας πλέον καλύψει τα ιερά σκεύη, ο ιερέας θυμιατίζει ευλογώντας το Θεό. Η πράξη αυτή έχει την έννοια της προσφοράς στο Θεό του θυμιάματος ως ευχαριστίας και δοξολογίας Του για τις ευεργεσίες που προσέφερε στους ανθρώπους.
Η προετοιμασία των Δώρων για τη θεία Λειτουργία βαίνει προς το τέλος της. Ο ιερέας αναπέμπει την τελική ευχή της Προθέσεως, στην οποία παρακαλεί το Θεό να δεχτεί τα προσφερόμενα Δώρα, να ευλογήσει αυτούς που τα πρόσφεραν (καθώς και αυτούς που μνημονεύτηκαν) και να αξιώσει τον ίδιο να επιτελέσει τη θεία Λειτουργία κατά τρόπο άξιο, δηλαδή με καθαρότητα καρδιάς και συνειδήσεως. Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η Ακολουθία της Προθέσεως (της προετοιμασίας, δηλαδή, των προσφερομένων Δώρων για την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας). Ο ιερέας προσκυνά τα προσφερόμενα Δώρα και ευλογεί την Αγία Τριάδα.
Είναι, πλέον, έτοιμος να αρχίσει την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Πριν από την έναρξη θυμιάζει ολόκληρο το ιερό Βήμα και τον χώρο εκτός του Βήματος, πράξη που διαδηλώνει την ιερότητα της θείας Λειτουργίας (που πρόκειται να ακολουθήσει), διότι η θυμίαση παραπέμπει στην υποδοχή- που επιφυλάσσει ο Χριστός- στους πιστούς κατά τη θεία Λειτουργία (όλοι οι αρχαίοι λαοί της Ανατολής υποδέχονταν τους προσκεκλημένους τους με ευωδιαστό λάδι).
Έτσι αρχίζει η θεία Λειτουργία: καλωσορίζοντας τη Βασιλεία του Θεού που εκδηλώνεται μέσα στη Λειτουργία.
Με το ξεκίνημα της θείας Λειτουργίας, ο ιερέας εύχεται για μια σειρά από πνευματικές και υλικές ανάγκες των ανθρώπων: για την εσωτερική τους ειρήνη (αυτήν που δίδεται από το Θεό), για τη σωτηρία της ψυχής τους καὶ για την ειρήνη όλου του κόσμου. Εύχεται, επίσης, για τη στερέωση των Εκκλησιών, για την ενότητα όλων των Χριστιανών και για διάφορες άλλες κατηγορίες ανθρώπων: αυτούς που εισέρχονται με ευλάβεια στο Ναό· τους ευσεβείς Χριστιανούς· τον Αρχιεπίσκοπο της πόλεως και όλους όσοι κατοικούν σ᾽ αυτήν· εκείνους που ταξιδεύουν, που είναι άρρωστοι, ανήμποροι ή αιχμάλωτοι. Εύχεται και για την ευκρασία των ανέμων και την καρποφορία της γης, καθώς και για τη διαφύλαξη όλων των ανθρώπων από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. Όλα αυτά τα αιτήματα ονομάζονται «ειρηνικά», διότι αρχίζουν με την ανάγκη υπάρξεως της ειρήνης στον άνθρωπο και τον κόσμο.
Σε όλα αυτά τα αιτήματα του ιερέα, ο ψάλτης απαντά με το «Κύριε ελέησον», δηλαδή ενισχύει (με τη φράση αυτή) κάθε αίτημα.
Τώρα οι Ψάλτες ψάλλουν τα λεγόμενα «Αντίφωνα», δηλαδή Ψαλμούς που αποδίδονται διαδοχικά. Μετά από κάθε στίχο ψάλλεται το λεγόμενο «εφύμνιο»: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου...» και «Σώσον ημάς Υιέ Θεού...».
Ανάμεσα στα Αντίφωνα παρεμβάλονται τρεις ευχές του ιερέα που ονομάζονται ευχές των Αντιφώνων. Με την πρώτη ευχή ο ιερέας ζητά την «αγάπη» και τη «συμπόνια» του Θεού· με τη δεύτερη παρακαλεί να παράσχει τη δύναμη σ᾽ εκείνους που φροντίζουν για το ναό Του· και στην τρίτη ευχή ζητά το φωτισμό του Θεού για όλους τους παριστάμενους, ώστε να κατανοήσουν την αλήθειά Του.
Με την ευχή της Μικρής Εισόδου, ο ιερέας παρακαλεί το Θεό να βιώσουμε το μυστήριο της αγγελικής παρουσίας και συλλειτουργίας· να το βιώσουμε όπως οι θεοφόροι Πατέρες μας (στο βίο του αγίου Σπυρίδωνος αναφέρεται ότι ο άγιος «συλλειτουργούσε με τους Αγγέλους»). Η ευχή της Μικρής Εισόδου υπενθυμίζει στους πιστούς ότι οι Άγγελοι αποτελούν τα πρότυπα για τους ανθρώπους, ώστε να δοξολογήσουν το Θεό.
Μέχρι τον 7ο αιώνα, η θεία Λειτουργία άρχιζε με την είσοδο του ιερού Ευαγγελίου. Ο Λειτουργός φορούσε τα άμφια στο Σκευοφυλάκιο, έπαιρνε από εκεί το ιερό Ευαγγέλιο και εισερχόταν στον κυρίως Ναό. Στην περίπτωση που λειτουργούσε ο Επίσκοπος, αυτή τη στιγμή εισερχόταν στο Ναό και ενδυόταν την αρχιερατική στολή ενώπιον των πιστών.
Η Μικρή Είσοδος αποτελεί ανάμνηση αυτής της παλαιάς ενάρξεως της Λειτουργίας. Όταν λειτουργεί Αρχιερέας, εισέρχεται στο Ναό ακριβώς μετά τη Μικρή Είσοδο, σαν μια εικόνα της εισόδου του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία, με τη Σάρκωσή Του.
Η θεία Λειτουργία ερμηνεύτηκε (από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς) κατά τρόπο συμβολικό. Το «σύμβολο» είναι κάτι που βλέπουμε, αλλά που μάς ανάγει (παραπέμπει) σε μία αλήθεια ή έννοια που δεν βλέπουμε. Έτσι, τα τμήματα της θείας Λειτουργίας ερμηνεύονται συμβολικά, δηλαδή μάς παραπέμπουν είτε στα μελλοντικά (η θεία Λειτουργία είναι «εικόνα των επουρανίων») οπότε ο συμβολισμός ονομάζεται «εσχατολογικός», είτε στη ζωή του Χριστού (η θεία Λειτουργία ως «ανάμνηση της θείας Οικονομίας», δηλαδή του σχεδίου του Θεού για να σώσει τον κόσμο), οπότε ο συμβολισμός ονομάζεται «ιστορικός».
Με βάση τα παραπάνω, η Μικρή Είσοδος ερμηνεύεται συμβολικά σαν η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στον κόσμο. Είναι (σύμφωνα με τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας) το σύμβολο της «σωτήριας Σαρκώσεως του Κυρίου» (της Γεννήσεώς Του), η πρώτη παρουσία του Θεού στον κόσμο που στοχεύει να επαναφέρει τον άνθρωπο σε κοινωνία με το Θεό. Σύμφωνα με μία άλλη συμβολική ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, η Μικρή Είσοδος συμβολίζει την έναρξη του κηρύγματος και της δημόσιας δράσεως του Κυρίου. Η τελευταία ερμηνεία επιτρέπει να θεωρήσουμε τη Μικρή Είσοδο σαν το σύμβολο της Βαπτίσεως του Χριστού (με την οποία αρχίζει η δημόσια δράση Του).
Ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας και ερμηνευτές της θείας Λειτουργίας προχωρούν ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση ενός ιστορικού συμβολισμού της Μικρής Εισόδου: όχι μόνο θεωρούν ότι συμβολίζει τη Βάπτιση του Χριστού, αλλά ότι το δάπεδο του Ναού συμβολίζει τον ποταμό Ιορδάνη, ότι ο ιερέας συμβολίζει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ενώ ο Επίσκοπος συμβολίζει τον Χριστό. Σημαντικό στοιχείο της συμβολικής ερμηνείας της Μικρής Εισόδου είναι η ύψωση του Ευαγγελίου από τον ιερέα: συμβολίζει την πρώτη εμφάνιση του κηρύγματος του Χριστού στον κόσμο (το Ευαγγέλιο «υψώνεται» για να διαπιστώσουν όλοι οι παρόντες ότι εμφανίστηκε η αλήθεια).
Αμέσως μετά τη Μικρή Είσοδο οι ψάλτες ψάλλουν ορισμένα Τροπάρια (ύμνους) που ονομάζονται «Απολυτίκια»: το Απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως (στη οποία είναι αφιερωμένος ο συγκεκριμένος ναός), της Παναγίας-προστάτιδας της Μονής Παντοκράτορος, των δεκαπέντε αγίων- προστατών της Μονής Παντοκράτορος, καθώς και των Αγίων που ασκήτευσαν στο άγιον Όρος.
Την ώρα που ψάλλεται ο Τρισάγιος ύμνος («Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός...») ο ιερέας αναπέμπει την ευχή του Τρισαγίου ύμνου.
Η ευχή του Τρισαγίου ύμνου μάς υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας όλοι εμείς (η στρατευομένη Εκκλησία) συμμετέχουμε στη δοξολογία του Θεού μαζί με τους Αγγέλους. Η ευχή αυτή τονίζει τη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό και το σχέδιο της θείας Οικονομίας, με βάση το οποίο ο Θεός σώζει τον άνθρωπο μέσω της διαδικασίας της μετανοίας. Έτσι, προβάλλεται η ψυχική καθαρότητα ως προϋπόθεση συμμετοχής στη θεία Λειτουργία. Η ευχή παραπέμπει (ουσιαστικά) σε έναν αγώνα που πρέπει να επιτελέσει ο κάθε πιστός, γι᾽ αυτό και γίνεται επίκληση της βοήθειας των Αγίων και της Θεοτόκου.
Η δοξολογία του Τριαδικού Θεού αποτελεί ένα «εισαγωγικό προανάκρουσμα» για όσα θα ακολουθήσουν στη θεία Λειτουργία. Η όλη τελετουργία δεν μπορεί να εξελιχθεί παρά μόνο όταν «ανακηρυχθεί» και «διατρανωθεί» η αγιότητα του Τριαδικού Θεού.
Σε κάθε θεία Λειτουργία προβλέπεται η ανάγνωση δύο κειμένων: το πρώτο από τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης ή τις Πράξεις των Αποστόλων (αποστολικό ανάγνωσμα) και το δεύτερο από τα Ευαγγέλια (ευαγγελικό ανάγνωσμα).
Πριν από το ευαγγελικό ανάγνωσμα ο ιερέας αναπέμπει την ευχή του Ευαγγελίου. Με τη Σάρκωση του Κυρίου διαλύθηκε το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε στη γη και έλαμψε το Φως το αληθινό. Έτσι, πριν αρχίσει η ανάγνωση του Ευαγγελίου ζητούμε από τον Κύριο το φως της θεογνωσίας Του, το οποίο Αυτός μπορεί να δωρίσει στις ψυχές μας. Η θεογνωσία εκφράζεται με δύο τρόπους: όταν ο Θεός μάς γνωρίζει ως δικούς Του και όταν Εκείνος μάς αποκαλύπτει την ύπαρξή Του.
Η διαδικασία της θεογνωσίας προϋποθέτει τον αγώνα του ανθρώπου εναντίον των «σαρκικών επιθυμιών». Αυτές οι «επιθυμίες» δεν αφορούν στις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου, αλλά στην κατάσταση του «σαρκικού πάθους», δηλαδή της κατάχρησης των επιθυμιών (τροφή, ένδυση, ξεκούραση, ενδιαφέρον για την υγεία).
Η τελετουργική εξέλιξη της θείας Λειτουργίας παρομοιάζεται με μία «πνευματική ανάβαση», με μία πορεία προς την τελείωση. Μέσα σε αυτή την τελετουργική διαδικασία, ο φωτισμός του Θεού αποτελεί ένα ασφαλή «οδοδείκτη». Ο Θεός οδηγεί με ασφάλεια τον άνθρωπο προς την τελείωση μέσα από τη διδασκαλία Του, προτρέποντάς τον να αποδεχτεί στη ζωή του τις εντολές Του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν συμβολικά την ευχή του Ευαγγελίου, θεωρώντας την σαν τη διάκριση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Και τούτο διότι στην Παλαιά Διαθήκη το θέλημα του Θεού παρουσιάζεται (σε αρκετές περιπτώσεις) με τρόπο υπαινιγματικό, ενώ στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται με σαφήνεια και λαμπρότητα. Έτσι, η ευχή του Ευαγγελίου συμβολίζει την αμεσότητα του ευαγγελικού λόγου και καθιστά (κατά τρόπο συμβολικό) τους πιστούς σαν αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες της διδασκαλίας του Χριστού και- κατ’ επέκταση- ολόκληρου του σωτηριώδους έργου Του (Πάθος, Ανάσταση, Ανάληψη).
Το περιεχόμενο, όμως, της ευχής του Ευαγγελίου συμβολίζει το πνευματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο Χριστιανός μπορεί να κατανοήσει τη διδασκαλία του Χριστού (η ανάγκη εσωτερικής κάθαρσης του πιστού). Μέσα από έναν «ιστορικό συμβολισμό», οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ότι η ευχή του Ευαγγελίου παραπέμπει στη σταδιακή εμφάνιση της διδασκαλίας του Χριστού στον κόσμο (πρώτα δίδαξε ο Χριστός και, ακολούθως, οι Απόστολοι μετέφεραν το κήρυγμά του σε ολόκληρο τον κόσμο).
Λίγο πριν ολοκληρωθεί το πρώτο τμήμα της θείας Λειτουργίας, ο ιερέας αναπέμπει την ευχή των Κατηχουμένων.
«Κατηχούμενοι» ονομάζονταν εκείνοι που είχαν εκφράσει την επιθυμία να βαπτιστούν και που παρακολουθούσαν (για το σκοπό αυτό) ειδικά μαθήματα, τις «Κατηχήσεις». Αυτοί οι Κατηχούμενοι παρευρίσκονταν στη θεία Λειτουργία, αλλά αποχωρούσαν μετά από τα Αναγνώσματα, διότι δεν ήταν βαπτισμένοι και δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στο κεντρικό τμήμα της θείας Λειτουργίας. Πριν αποχωρήσουν από το Ναό, διαβαζόταν αυτή η ευχή της «απολύσεως» των Κατηχουμένων, τη στιγμή που εκείνοι έσκυβαν το κεφάλι τους για να δεχτούν την ευλογία του Επισκόπου ή του ιερέα.
Εύλογο είναι το ερώτημα περί της χρησιμότητας (στη σύγχρονη εποχή) μιας παρόμοιας ευχής. Διότι, τους πρώτους αιώνες (όταν υπήρχαν Κατηχούμενοι) η ευχή αυτή είχε τελετουργικό αντίκρυσμα, υπό την έννοια ότι σηματοδοτούσε την αποχώρηση των Κατηχουμένων από το Ναό. Στη σύγχρονη, όμως, εποχή, κατά την οποία δεν υπάρχουν Κατηχούμενοι (εφόσον οι περισσότεροι βαπτίζονται σε νηπιακή ηλικία) ποιό σκοπό μπορεί να εξυπηρετεί αυτή η ευχή στη θεία Λειτουργία;
Η απάντηση είναι ότι όλοι οι πιστοί, ενώ είναι βαπτισμένοι, παραμένουν στην ουσία «Κατηχούμενοι», διότι έχουν ανάγκη μιας κατηχήσεως μετά από το Βάπτισμα, δηλαδή μιας μεταβαπτισματικής μυήσεως στην πίστη. Έτσι, η ευχή απολύσεως των Κατηχουμένων μπορεί να αποκτήσει ένα «μεταφορικό» τελετουργικό νόημα: να υπενθυμίσει, δηλαδή, στους ήδη βαπτισμένους την ανάγκη μαθητείας στο περιεχόμενο της πίστεως και την «πρόκληση» για συνεχή τελείωση της χριστιανικής ζωής.
Η ευχή αυτή καταγράφει τη συμβολική θεολογία του Βαπτίσματος: είναι «το λουτρό που αναγεννά τον άνθρωπο», η «συγχώρηση των αμαρτιών» και η «απόκτηση μιας ζωής αφθαρσίας». Μέσα από τις έννοιες αυτές, το Βάπτισμα προβάλλεται ως μία νέα ζωή για τον άνθρωπο, η οποία προεκτείνεται στην αιωνιότητα.
Η συμβολική ερμηνεία της ευχής παραπέμπει, επίσης, στην έννοια της Εκκλησίας ως «Σώματος». Οι Κατηχούμενοι δεν αποτελούν ακόμα μέλη αυτού του «Σώματος», η δε ευχή αποκαλύπτει μία συμβολική διαδικασία: ότι οι Κατηχούμενοι ακολουθούν μία μεταβατική πορεία από τον υλικό κόσμο στην ουράνια πραγματικότητα της Εκκλησίας.
Στο σημείο αυτό αρχίζει το δεύτερο τμήμα της θείας Λειτουργίας, που ονομάζεται «Λειτουργία των πιστών», διότι- από το σημείο αυτό και εξής- στο ναό παρέμεναν μόνο οι βαπτισμένοι πιστοί.
Η πρώτη ευχή των πιστών είναι η πρώτη της θείας Λειτουργίας, κατά την οποία παρίστανται οι πιστοί. Έτσι, ο ιερέας τονίζει την ανάγκη σωφροσύνης και καθαρότητας της ψυχής του, προκειμένου να ιερουργήσει τα άχραντα Μυστήρια. Επειδή αυτές οι αρετές αποτελούν δωρεά του Θεού, γι᾽ αυτό στην πρώτη αυτή ευχή του κεντρικού τμήματος της θείας Ευχαριστίας ο ιερέας παρακαλεί να του παρασχεθεί η δωρεά.
Η πρώτη ευχή των πιστών αναφέρεται, μεν, στις πνευματικές προϋποθέσεις του ιερέα, αλλά υποδηλώνει την ανάγκη πνευματικής καθαρότητας και των πιστών που συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία. ώστε να αξιωθούν των δωρεών του Θεού μέσα από τη θεία Μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου.
Η ευχή φέρει την ένδειξη ότι αναγινώσκεται «μετά το απλωθήναι το Ειλητόν». Το «Ειλητό» είναι κάλυμμα της αγίας Τραπέζης που απλώνεται μόνο κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από το «Αντιμήνσιο», το οποίο είναι αγιογραφημένο ύφασμα επί του οποίου τελείται η θεία Ευχαριστία και το οποίο συμβολίζει τη σινδόνα, με την οποία ο Ιωσήφ τύλιξε το σώμα του Χριστού. Εάν η αγία Τράπεζα του Ναού δεν είναι εγκαινιασμένη, το Αντιμήνσιο πρέπει να έχει ιερά λείψανα.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ότι η πρώτη ευχή των πιστών προετοιμάζει τη συμβολική ερμηνεία της Αγίας Τραπέζης ως του μνήματος του Χριστού και ως του θυσιαστηρίου, πάνω στο οποίο Εκείνος θα προσφερθεί ως θυσία.
Τὸ «άπλωμα του ειλητού» πάνω στην Αγία Τράπεζα πριν από την αποχώρηση των Κατηχουμένων συμβολίζει «τη σινδόνα, με την οποία τυλίχθηκε το Σώμα του Ιησού μετά από την αποκαθήλωση».
Η δεύτερη ευχή των πιστών ξεκινά με την επίταση «πάλι και πολλές φορές», φράση η οποία υποδηλώνει την ανάγκη να καταστεί η προσευχή εντονώτερη.
Έφθασε η στιγμή, κατά την οποία ο ιερέας θα μεταφέρει τα Τίμια Δώρα από την Πρόθεση στην αγία Τράπεζα. Πριν από τη μεταφορά (που ονονάζεται «Μεγάλη Είσοδος»), ο ιερέας αναπέμπει την ευχή του Χερουβικού ύμνου.
Η συγκεκριμένη ευχή αποτελεί μία προετοιμασία του Λειτουργού (πρεσβυτέρου ή επισκόπου) για την επιτέλεση του Μυστηρίου. Μέσα από το κείμενο της ευχής, ο Λειτουργός αναγνωρίζει και ομολογεί την αναξιότητά του και το θείο μεγαλείο του Μυστηρίου, το οποίο πρόκειται να διακονήσει. Ο Λειτουργός διαδηλώνει (μέσα από την ευχή) ότι προχωρεί στην ιερουργία επειδή δεν στηρίζεται στη δική του καθαρότητα και αγιότητα, αλλά στο έλεος του Θεού. Επειδή ο Χριστός σαρκώθηκε και προσφέρθηκε ως θυσία στο Σταυρό, ο ιερουργός του Μυστηρίου διαδηλώνει την αλήθεια ότι ο Ίδιος ο Χριστός είναι ο αυτουργός του Μυστηρίου, εφόσον είναι Εκείνος που γίνεται τα πάντα για τον άνθρωπο.
Η ευχή του Χερουβικού ύμνου δημιουργήθηκε και εντάχθηκε στη θεία Λειτουργία μετά τη δημιουργία της Ακολουθίας της Προθέσεως, δηλαδή μετά από τον 8ο αιώνα. Μέχρι τότε, οι πιστοί προσέφεραν τον άρτο και τον οίνο στο σκευοφυλάκιο (τμήμα που βρισκόταν κοντά στην είσοδο του Ναού), ο δε Διάκονος μετέφερε τις προσφορές αυτές και τις έδιδε στον Επίσκοπο, ώστε να τοποθετηθούν πάνω στην αγία Τράπεζα και να αρχίσει το Μυστήριο. Όταν αργότερα δημιουργήθηκε ειδική Ακολουθία (της Προθέσεως) για την υποδοχή των προσφορών και την προετοιμασία τους ενόψει της θείας Λειτουργίας, τότε δημιουργήθηκε η Μεγάλη Είσοδος (η μεταφορά των προσφορών από την Πρόθεση στην αγία Τράπεζα) και η ευχή του Χερουβικού ύμνου.
Η ευχή του Χερουβικού ύμνου αποτελεί (ουσιαστικά) την ευχή της Μεγάλης Εισόδου. Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, προετοιμάζει για τη συμβολική μεταφορά του Σώματος του Κυρίου στον τάφο και για τον ενταφιασμό Του (έτσι ερμηνεύεται συμβολικά η Μεγάλη Είσοδος).
Παράλληλα, όμως, διατυπώθηκε και μία άλλη συμβολική ερμηνεία: η Μεγάλη Είσοδος παραπέμπει στην πορεία του Κυρίου προς το Πάθος Του. Επομένως, η ευχή του Χερουβικού ύμνου περιέχει αλήθειες που συνάδουν με το συγκεκριμένο συμβολισμό: ότι ο ιερεάς παρίσταται στη θυσία του Κυρίου και, γι’ αυτό, παρακαλεί να του δοθεί η μεγαλύτερη δυνατή εσωτερική καθαρότητα. Σύμφωνα με άλλη συμβολικής ερμηνεία, η Μεγάλη Είσοδος παραπέμπει στη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και, επομένως, με την ευχή του Χερουβικού ο ιερέας προετοιμάζεται για μία αντίστοιχη θριαμβευτική είσοδο στο θυσιαστήριο.
Αμέσως μετά από τη Μεγάλη Είσοδο ακολουθεί η λεγόμενη Εκτενής δέηση (δηλαδή «μεγάλη δέηση»). Σε παλαιότερες Λειτουργίες, η δέηση αυτή ήταν εκτενέστερη από τη σημερινή. Οι πιστοί παρακαλούσαν για όλες τις Εκκλησίες και τους Χριστιανούς. Η Εκτενής δέηση καταλήγει στην ευχή της Εκτενούς ικεσίας, με την οποία ο ιερέας ζητάει την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού.
Το Σύμβολο της Πίστεως αποτελεί την έκφραση του κοινού στοιχείου όλων των πιστών. Η Εκκλησία, μέσα από πολλούς αγώνες, διατύπωσε την πίστη στον Τριαδικό Θεό, στην Εκκλησία και στην προσδοκόμενη ανάσταση των νεκρών. Η απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως υπενθυμίζει τους αγώνες αυτούς της Εκκλησίας και παρέχει στους πιστούς τη δυνατότητα να ενισχύσουν μέσα τους την αλήθεια της διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Φθάνουμε, τώρα, στο κεντρικό σημείο της θείας Λειτουργίας, αυτό που ονομάζεται «αγία Αναφορά» και που περιλαμβάνει- μεταξύ άλλων- τον καθαγιασμό των Δώρων.
α. Το πρώτο τμήμα της ευχής της Αναφοράς
Πρώτο στοιχείο της αγίας Αναφοράς είναι η ευχή της Αναφοράς, η οποία αναγινώσκεται σε δύο τμήματα που διακρίνονται με την παρεμβολή του Επινίκιου ύμνου
Το πρώτο τμήμα της ευχής της Αναφοράς περιγράφει την αρχή του σχεδίου της θείας Οικονομίας: ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και όταν εκείνος (ο άνθρωπος) απομακρύνθηκε από το Θεό, ο Πλάστης δεν έπαυσε να δραστηριοποιείται προς την κατεύθυνση της επανόδου του ανθρώπου στην αρχική σχέση με το Δημιουργό του. Αυτές οι ενέργειες του Θεού θα αναφερθούν λεπτομερέστερα στο δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς. Το πρώτο τμήμα, πάντως, ολοκληρώνεται με την ευχαριστία προς το Θεό γι᾽ αυτό το σχέδιο της θείας Οικονομίας. Η ευχαριστιακή δοξολογία προς το Θεό έχει ως πρότυπό της τη δοξολογία των Αγγέλων στο ουράνιο θυσιαστήριο.
β. Ο Επινίκιος ύμνος
Ο ύμνος βρίσκεται στο βιβλίο του Ησαΐα (στην Παλαιά Διαθήκη), κεφάλαιο 6, στίχος 3. Η εβραϊκή λέξη «Σαβαώθ» αναφέρεται στη δύναμη του Θεού. Ονομάστηκε «επινίκιος ύμνος» ως ο ύμνος του θριάμβου των αγγελικών δυνάμεων εναντίον του διαβόλου.
γ. Το δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς
Όπως προαναφέρθηκε, το δεύτερο τμήμα της ευχής της Αναφοράς περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με το σχέδιο της θείας Οικονομίας, δηλαδή με το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Οι λεπτομέρειες αυτές αφορούν στη Σάρκωση και το σωτηριώδες έργο του «Μονογενούς Υιού» του Θεού, δηλαδή του Χριστού. Η ευχή επικεντρώνεται σ᾽ ένα κομβικό σημείο του έργου του Χριστού: στην παράδοση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο. Έτσι, η θεία Ευχαριστία παρουσιάζεται ως το κέντρο και η κορύφωση του έργου του Χριστού.
δ. Οι ιδρυτικοί λόγοι του Μυστηρίου
Η θεία Λειτουργία αποτελεί ανάμνηση της πράξεως του Κυρίου κατά το Μυστικό Δείπνο. Με την πράξη αυτή και, κυρίως, με τους συγκεκριμένους λόγους Του ο Χριστός δίδαξε ότι η ανάμνησή Του δεν είναι μία απλή σκέψη, αλλά μία πράξη.
Σύμφωνα με τους ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας, η πρόσκληση του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε...» και «Πίετε εξ αυτού πάντες…» παραπέμπει συμβολικά στην παραίνεση «να μην προσέλθουν όλοι στην πίστη», αλλὰ «αφού καθαρθούν δια του Βαπτίσματος, να καταξιωθούν να λάβουν τη στερεὰ τροφὴ των δογμάτων».
ε. Η ευχή της Αναμνήσεως
Στη θεία Λειτουργία, με τις ευχές και τις τελετουργίες ἀνανεώνεται πάντοτε η μνήμη των έργων που έπραξε ο Χριστός για τη σωτηρία των ανθρώπων. Έτσι, οι πιστοί που συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία δεν σκέπτονται απλά τη θυσία του Χριστού, αλλά τη ζούνε. Η ανάμνηση των ευεργεσιών του Χριστού οδηγεί τον πιστό σε στενότερη σχέση μαζί Του και τον ενισχύει στην πορεία της συνάντησης μαζί Του, σύμφωνα και με τη σκέψη του αποστόλου Παύλου: ότι η Εκκλησία τελεί τη θεία Ευχαριστία «σε ανάμνηση του Κυρίου» και με τον τρόπο αυτό πορεύεται προς συνάντησή Του (Α´ Κορ. 11, 25-26).
Οι ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ότι στην ευχή της Αναμνήσεως υπάρχει ένας «μυστικός αλληγορισμός», δηλαδή ένας συμβολισμός που δεν εἶναι εύκολο να αποκωδικοποιηθεί. Αυτός ο συμβολισμός συνίσταται στο γεγονός ότι η ευχή δεν λειτουργεί ως ενθύμιση του παρελθόντος, αλλά ως συνειδητοποίηση των ευεργεσιών του Θεού προς τον άνθρωπο. Έτσι, η ανάμνηση προσεγγίζεται ως σύμβολο ενός ψυχικού και όχι ενός νοητικού γεγονότος.
στ. Η ευχή της Επικλήσεως
Η ευχή της Επικλήσεως του Αγίου Πνευματος να αγιάσει τα προσφερόμενα και να τα καταστήσει Σώμα και Αίμα Χριστού αποτελεί την κεντρική πράξη της θείας Λειτουργίας και την κορύφωση του Μυστηρίου. Ολόκληρο το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, εφόσον ο Παράκλητος (το Άγιο Πνεύμα) είναι Εκείνος που συνεχίζει το έργο του Χριστού.
ζ. Η πρώτη ευχή των Διπτύχων
Στον ετήσιο λειτουργικό κύκλο, κάθε ημέρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη των Αγίων. Στην πρώτη ευχή των Διπτύχων, η Εκκλησία προβάλλει προς μίμηση το παράδειγμα του εορταζόμενου Αγίου, εφόσον η παρουσία και η μεσιτεία των Αγίων στηρίζουν τη ζωή εκείνων που συμμετέχουν στη θεία Λειτουργία. Ο εορταζόμενος Άγιος μνημονεύεται στα Δίπτυχα (δηλαδή στον κατάλογο των σημαντικότερων άγιων μορφών στην ιστορία της Εκκλησίας) διότι είναι εκείνος που με τη ζωή του οδηγεί (ως πρότυπο) τούς μετέχοντες στη θεία Λειτουργία προς μία ένωση με το Χριστό. Με την πρώτη ευχή των Διπτύχων ευχαριστούμε το Θεό για τους Αγίους που μάς χάρισε ως προστάτες και πνευματικούς οδηγούς. Αλλά ευχαριστούμε και τους Αγίους, το παράδειγμα των οποίων καθοδηγεί τους πιστούς.
Είναι προφανές (σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας) οτι η ευχή των Διπτύχων διαπνέεται από έναν αλληγορισμό. Ο συμβολισμός της ευχής συνίσταται στο γεγονός οτι η μνημόνευση δεν αποτελεί απλή αναφορά στα ονόματα των Αγίων, αλλὰ αποτελεί διακήρυξη της αγιότητας, υπό την έννοια της αναγνωρίσεως των θείων Ενεργειών• διότι οι Άγιοι πιστοποιούν (με τη ζωή, την κοίμηση και τα θαύματά τους) την ενέργεια του Θεού στον κόσμο.
η. Η δεύτερη ευχή των Διπτύχων
Μετά από την ανάμνηση των αγίων μορφών στην ιστορία της Εκκλησίας και μετά από τη δοξολογία του Θεού για την ύπαρξή τους, η δεύτερη ευχή των Διπτύχων εύχεται για τους ανθρώπους, μνημονεύοντας εκείνους που ευρίσκονται σε ανάγκες. Ακόμα και στην ιερότερη στιγμή της θείας Λειτουργίας, η Εκκλησία δεν ξεχνά ότι στον κόσμο υπάρχουν πολλές δοκιμασίες και θλίψεις των ανθρώπων. Η θεία Λειτουργία δεν είναι μια «εξωκοσμική» διαδικασία, αλλά μεταφέρει τον αγιασμό του Θεού στο σύγχρονο άνθρωπο που ευρίσκεται σε ποικίλες ανάγκες.
Οι ερμηνευτές της ευχής διακηρύσσουν ότι αυτή συμβολίζει την οικουμενικότητα του μηνυματος της σωτηρίας. Ότι, δηλαδή, η προσευχή για όλους- ανεξαιρέτως- τους ανθρώπους παραπέμπει στην υπέρβαση των κοσμικών διακρίσεων με βάση το φυλετικό ή θρησκειακό παράγοντα
Αρχίζει η προετοιμασία για τη θεία Μετάληψη του ιερέα και των πιστών. Ο ιερέας αναπέμπει μία πρώτη ευχή προετοιμασίας για τη θεία Μετάληψη («Σοί παρακατιθέμεθα...»)
Στο κείμενό της συνοψίζεται ολόκληρη η θεολογία περί της θείας Ευχαριστίας: η θεία Μετάληψη αποκαλείται ως «φρικτό και επουράνιο Μυστήριο» και προσφέρεται πάνω σε μία Τράπεζα που αποκαλείται «ιερή και πνευματική». Οι θεολογικές αυτές θέσεις περί θείας Μεταλήψεως αποκαλύπτουν την ιερότητα του Μυστηρίου ως μιας θεϊκής δωρεάς, ως μιας δωρεάς που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ο πιστός χωρίς την αναγκαία προετοιμασία και χωρίς τη λειτουργία προϋποθέσεων.
Οι προϋποθέσεις αυτές τονίζονται στην ίδια ευχή: απαιτείται καθαρή συνείδηση του πιστού. Η έννοια της «συνείδησης» είναι πολυσήμαντη, εφόσον καλύπτει ολόκληρο το φάσμα της πνευματικότητας. Ακόμη και στις επιστήμες της ψυχικής υγείας, η συνείδηση αποτελεί τον βασικό μοχλό για τη διαμόρφωση ισορροπίας στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Επομένως, η καθαρότητα της συνειδήσεως είναι η πολυτιμότερη προϋπόθεση για τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων.
Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι η ευχή αυτή προετοιμασίας για τη θεία Μετάληψη αναφέρεται και στα αποτελέσματα που θα έχει αυτή η Μετάληψη: «για να μάς χαριστούν οι αμαρτίες, για να μάς συγχωρεθούν τα σφάλματα, για να κληρονομήσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για να έχουμε παρρησία μπροστά σου, όχι για να αμαρτήσουμε και να κατακριθούμε». Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι η άφεση των αμαρτιών δεν μνημονεύεται ως προϋπόθεση για τη θεία Μετάληψη (να μεταλάβεις εφόσον έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες σου), αλλά ως αποτέλεσμα της θείας Μεταλήψεως (να μεταλάβεις για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου). Αυτή η αλήθεια πρέπει να τονιστεί στη σύγχρονη ζωή της Εκκλησίας: ότι ο Θεός προσκαλεί για τη θεία Μετάληψη όχι τους άγιους ή τους τέλειους, αλλά τους αμαρτωλούς.
Η θεία Μετάληψη συμβολίζει τη συμμετοχή του πιστού στην Ανάσταση του Κυρίου. Άλλωστε, σύμφωνα με τους ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας, οι πιστοί μεταλαμβάνουν το αναστημένο Σώμα του Κυρίου. Αυτό δηλώνει αλληγορικά η αναφορά στη θεία Μετάληψη ως «κληρονομία της Βασιλείας του Θεού».
Αφού όλοι μαζί οι πιστοί απαγγείλουν την Κυριακή προσευχή (την προσευχή, την οποία ο ίδιος ο Κύριος υπέδειξε ως την καταλληλότερη), ακολουθούν η ευχή της κεφαλοκλισίας και η δεύτερη ευχή προετοιμασίας για τη θεία Μετάληψη.
Η κεφαλοκλισία είναι η απόδειξη της ευγνωμοσύνης μας προς το Θεό και η ένδειξη της ευχαριστίας μας προς Αυτόν. Επειδή με τη σταυρική Του θυσία ο Χριστός κατέστησε τους ανθρώπους «φίλους Του» (όπως λέγει στους Μαθητές), οι πιστοί ανταποδίδουν με την κλίση της κεφαλής αυτή την τιμητική διάκρισή τους. Η αναφορά σε μία «εξατομίκευση» των αγαθών της θείας Μεταλήψεως («Σὺ οὖν, Δέσποτα, τὰ προκείμενα πᾶσιν ἡμῖν εἰς ἀγαθὸν ἐξομάλισον, κατὰ τὴν ἑκάστου ἰδίαν χρείαν») αποδεικνύει ότι η θεία Μετάληψη απευθύνεται όχι μόνο γενικά στο σώμα των πιστών, αλλά και στις εξειδικευμένες ανάγκες και τα προβλήματα του κάθε μέλους της Εκκλησίας (μερικά από αυτά μνημονεύονται στην ευχή).
Ο συμβολισμός της ευχής εστιάζεται στο γεγονός ότι, η συμμετοχή του πιστού στην Ανάσταση είναι γεγονός που εξατομικεύεται, δηλαδή που αφορά στον κάθε άνθρωπο σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητας και των αναγκών του
Λίγο πριν από τη θεία Μετάληψη, η τελευταία ευχή προετοιμασίας τονίζει το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας: ο Κύριος ευρίσκεται «στο άγιο κατοικητήριό Του» και «στο θρόνο Του», αλλά ταυτοχρόνως ευρίσκεται αοράτως παρών κατά την επιτέλεση της θείας Λειτουργίας. Εκείνος είναι που θα μεταλάβει τους ιερείς, οι οποίοι ακολούθως θα μεταλάβουν τους πιστούς, προεκτείνοντας έτσι το δικό Του έργο.
Αρχίζει, τώρα, η διαδικασία της θείας Κοινωνίας πρώτα του ιερέα και ακολούθως του λαού. Πρώτη πράξη στη διαδικασία αυτή είναι ο «μελισμός του Αμνού», δηλαδή ο τεμαχισμός του σε τέσσερα τμήματα. Πρόκειται για την ίδια πράξη που τέλεσε ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο, όταν τεμάχισε τον άρτο και τον έδωσε στους Μαθητές Του. Η πράξη αυτή επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία και ονομάζεται «κλάση (τεμαχισμός) του άρτου». Ο ιερέας τοποθετεί (σε σχήμα σταυρού) τα τέσσερα τεμάχια πάνω στο Δισκάριο και μεταλαμβάνει πρώτα ο ίδιος (αργότερα θα τα τοποθετήσει εντός του αγίου Ποτηρίου, ώστε να μεταλάβουν και οι πιστοί).
Η «κλάση του άρτου» αποτελεί την πράξη, με την οποία οι πρώτοι Χριστιανοί αναγνώριζαν ο ένας τον άλλο. Στις «Πράξεις των Αποστόλων», οι δύο Μαθητές αναγνωρίζουν (στο χωριό Εμμαούς) το Χριστό από το γεγονός της «κλάσεως του άρτου». Όπως λέγει ο ιερέας κατά τον μελισμό, ο Χριστός «μελίζεται, αλλά δεν διαιρείται», διότι είναι παρών ολόκληρος σε κάθε ένα τεμάχιο του «μελισμένου» Αμνού.
Τέλος, ο ιερέας μεταλαμβάνει το Αίμα του Κυρίου από το άγιο Ποτήριο.
Αρχίζει, τώρα, η προετοιμασία για τη θεία Κοινωνία του λαού.
Ο ιερέας τοποθετεί μία από τις μερίδες του Αμνού εντός του Ποτηρίου και η φράση του «Πλήρωμα Ποτηρίου, πίστεως, Πνεύματος Αγίου» παραπέμπει στον Κύριο που μάς γεμίζει με το Άγιο Πνεύμα.
Αφού ο ιερέας ολοκληρώσει την ένωση του Αμνού με το Τίμιον Αίμα του Ποτηρίου, λαμβάνει ζεστό νερό (το λεγόμενο «ζέον») και το τοποθετεί εντός του Ποτηρίου. Όπως σημειώνει ένας σημαντικός σχολιαστής της θείας Λειτουργίας (ο άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως), ο ιερέας θέτει το «ζέον» εντός του Ποτηρίου διότι, «όπως τότε εξήλθαν από τη ζωντανή θεία πλευρά το αίμα και το ύδωρ με πλήρη θερμότητα, έτσι και τώρα, κατά τον καιρό της θείας Μεταλήψεως, το νερό που χύνεται στο άγιο Ποτήριο είναι θερμό και συμπληρώνει το συμβολισμό του Μυστηρίου».
Ακολούθως (και ακριβώς πριν αρχίσει η θεία Κοινωνία των πιστών), ο ιερέας διαβάζει κάποια κείμενα προετοιμασίας (των πιστών) για τη θεία Μετάληψη, τα οποία προέρχονται από την Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως.
Ο ιερέας εξέρχεται από το άγιο Βήμα και προσκαλεί το λαό να προσέλθει στη θεία Μετάληψη θέτοντας τρεις προϋποθέσεις: να υπάρχει «φόβος Θεού», «πίστη» και «αγάπη». Κι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (που συνέγραψε το κείμενο της θείας Λειτουργίας) συμβουλεύει ότι, «όταν πρόκειται να προσέλθετε στη θεία και φρικτή Τράπεζα, στην ιερή αυτή μυσταγωγία, να προσέρχεσθε με φόβο και τρόμο, με συνείδηση καθαρή και με νηστεία και προσευχή».
Με τα λόγια του ιερέα είναι σαφές ότι απαιτείται κατάλληλη προετοιμασία για να προσέλθει ο πιστός στη θεία Μετάληψη. Η πίστη, ο φόβος του Θεού και η αγάπη συνιστούν τον τρόπο, με τον οποίο καλείται ο πιστός να προσέλθει και να μεταλάβει το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Και τοῦτο διότι, η «πίστη» είναι η αφετηρία της ζωής κοντά στο Χριστό, ο «φόβος του Θεού» γεννιέται όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι ελεύθερη από τις βιοτικές μέριμνες και η «αγάπη» είναι η απόφαση τού να προσφέρουμε κάτι από την ύπαρξή μας στο συνάνθρωπό μας (κι όχι απλά την ελεημοσύνη μας).
Τώρα ο ιερέας ευχαριστεί το Θεό για τη θεία Μετάληψη τόσο του ιδίου, όσο και των πιστών.
Η ευχή ευχαριστίας μετά τη θεία Μετάληψη αναφέρεται (και πάλι) σε «Μυστήρια επουράνια και αθάνατα», τονίζοντας ότι η θεία Μετάληψη παρέχεται από τον ουρανό («επουράνια Μυστήρια») και παρέχει την αθανασία στους μεταλαμβάνοντες («αθάνατα Μυστήρια»). Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνεται η αλήθεια ότι η θεία Μετάληψη παρέχεται ως «φάρμακο αθανασίας» και ως «αντίδοτο του μη αποθανείν»· δηλαδή, οι μεταλαμβάνοντες πιστοί βιώνουν (εφόσον έχουν μεταλάβει αξίως) την κατάσταση της αιωνιότητας και προγεύονται της αθανασίας που θα έχουν. Η αλήθεια αυτή επαναλαμβάνεται με τη φράση που λέγει ο ιερέας την ώρα της θείας Μεταλήψεως του κάθε πιστού: «Μεταλαμβάνει για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του και για να ζήσει στην αιωνιότητα».
Ο συμβολισμός της ευχής είναι ότι επιβεβαιώνει την αλληγορική έννοια της θείας Μεταλήψεως ως μετοχής στην Ανάσταση του Χριστού. Η «μετοχή» στην αιωνιότητα γίνεται μέσα από μία πράξη, η οποία συμβολίζεται με ορισμένα εξωτερικά στοιχεία μιας συγκεκριμένης τελετουργίας.
Στους πρώτους αιώνες η θεία Λειτουργία τελείωνε με τη φράση του ιερέα «Εν ειρήνη προέλθωμεν» (ας φύγουμε ειρηνικά). Η φράση αυτή σήμαινε το τέλος της ευχαριστιακής συνάξεως και την απόλυση των πιστών. Η ευχή που λέγει σήμερα ο ιερέας (μετά από το «εν ειρήνη προέλθωμεν») προστέθηκε αργότερα και ονομάζεται «Οπισθάμβωνος», διότι αρχικά διαβαζόταν στο κέντρο του ναού, πίσω από τον άμβωνα.
Πρόκειται για μία τελική ευχή δοξολογίας του Θεού, στην οποία ανακεφαλαιώνονται περιληπτικά όλα τα σημαντικά αιτήματα που διατυπώθηκαν στις διάφορες ευχές της θείας Λειτουργίας. Επειδή όλοι όσοι μετέλαβαν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου καλούνται τώρα να εξέλθουν του ναού και να αποδείξουν στη καθημερινή ζωή τους ότι μετέλαβαν αξίως, γι᾽ αυτό η θεία Λειτουργία προβλέπει την Οπισθάμβωνο ευχή, με την οποία παρακαλεί το Θεό να ενισχύσει τον αγώνα των πιστών, ώστε να υπάρξει μια «Λειτουργία» μετά τη «θεία Λειτουργία».
Η θεία Λειτουργία έφθασε στο τέλος της. Ο ιερέας αφού ευλογήσει σταυροειδώς το λαό και ευχηθεί να έλθει η ευλογία του Κυρίου, τελεί την «απόλυση» της Λειτουργίας. Επικαλείται, δηλαδή, τον αληθινό Θεό (τον Κύριο Ιησού) να ελεήσει και να σώσει όλα τα μέλη της Εκκλησίας, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στην απόλυση της θείας Λειτουργίας ο ιερέας «εύχεται ο Θεός να μάς ελεήσει και να σωθούμε, διότι δεν έχουμε τίποτα δικό μας να παρουσιάσουμε άξιο σωτηρίας, αλλά αποβλέπουμε μόνο στη φιλανθρωπία Εκείνου που μπορεί να μάς σώσει. Γι᾽ αυτό και μνημονεύει πολλούς πρεσβευτές, που θα μάς βοηθήσουν σ᾽ αυτό, και προπάντων την Παναγία Μητέρα Του».
Μετά την απόλυση, ο ιερέας διανέμει το «αντίδωρο», δηλαδή τον αγιασμένο άρτο ο οποίος δίδεται σ᾽ εκείνους που δεν μετέλαβαν ως μία ευλογία «αντί του Δώρου» (αντί της θείας Μεταλήψεως)· όχι, βέβαια, υπό την έννοια ότι το «αντίδωρο» υποκαθιστά το «Δώρο», αλλά υπό την έννοια μιας «πνευματικής παρηγοριάς» για όσους δεν μπόρεσαν να μεταλάβουν.
Μετά από τη θεία Μετάληψη των πιστών και επειδή (συνήθως) έχει απονείνει στο Ποτήριο ένα υπόλοιπο του Σώματος και Αίματος του Κυρίου, ο ιερέας «καταλύει» αυτό το υπόλοιπο, δηλαδή το λαμβάνει ο ίδιος. Και τούτο διότι το περιεχόμενο του Ποτηρίου είναι ιερό και δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνον με τη μετάληψή του.
Μετά από την κατάλυση, ο ιερέας σφουγγίζει με το μάκτρο την αγία Λαβίδα (το ιερό σκεύος, με το οποίο μετέλαβαν οι πιστοί), τοποθετώντας δε στο Ποτήριο μικρή ποσότητα νερού, επιτυγχάνει να το «αποπλύνει» τελείως, δηλαδή να μην αφήσει μέσα στο Ποτήριο έστω και σταγόνα από το Αίμα του Κυρίου. Τέλος διπλώνει το μάκτρο, το τοποθετεί πάνω στο άγιο Ποτήριο και έτσι ολοκληρώνεται η θεία Λειτουργία.