Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1905, ο Γιώργος Θεοτοκάς εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου το 1925 εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της δημοτικιστικής οργάνωσης Φοιτητική «Συντροφιά». Μετά την αποφοίτησή του το 1927 φεύγει για τρία χρόνια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου γράφει το πρώτο του βιβλίο «Ελεύθερο Πνεύμα», που θεωρήθηκε ως το μανιφέστο της γενιάς του ’30. Το 1929 επιστρέφει στην Αθήνα και εργάζεται ως δικηγόρος, δημοσιεύοντας πολλά κείμενα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Το ταξίδι του συγγραφέα στο Άγιον Όρος πραγματοποιείται το καλοκαίρι του 1960, από τις 17 έως τις 28 Αυγούστου, λίγους μήνες μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου.
Νύχτα ασέληνη, περιπλέουμε, από αρκετήν απόσταση, την ορεινή χερσόνησο του Άθω, το «Περιβόλι της Παναγιάς», καθώς λέγεται. Ξεχωρίζουμε στην αυγουστιάτικην αστροφεγγιά το σκοτεινό της όγκο, που τινάζεται προς τα ύψη, στο νότιο άκρο της, με επικόν αέρα και σχηματίζει την πελώρια, απότομη κορυφή της.
Ο ναύκληρος ορίζει με βεβαιότητα τις τοποθεσίες, απαγγέλει ονόματα ξακουσμένα: «Να το Βατοπαίδι. Να η μονή Ιβήρων. Παρακάτω, η Μεγάλη Λαύρα. Ύστερα τα Καυσοκαλύβια…». Προσπαθεί να τα συλλάβει με τον προβολέα. Δεν βλέπουμε τίποτα, μα αισθανόμαστε κιόλας την ατμόσφαιρα του Αγίου Όρους να μας περιβάλλει.
Εδώ είναι λοιπόν ο τόπος όπου κατέληξε, συμπληρώνοντας την ιστορική του πορεία, ο μυστικιστικός μοναχισμός της Ανατολικής Εκκλησίας, αφού πέρασε από τις ερήμους της Αιγύπτου, του Σινά, της Παλαιστίνης, της Συρίας. Σε τούτο το σημείο κορυφώθηκε στα βυζαντινά χρόνια, και κατόρθωσε μέσα από αμέτρητες και ανεκδιήγητες εναντιότητες να διατηρήσει ζωντανή την παράδοση του ως τη σύγχρονη, την πυρηνική λεγόμενη εποχή. Η φλόγα του δεν είναι σήμερα μεγάλη, αλλά καίει ακόμα κι είναι ένα από τα κρυμμένα πνευματικά πλούτη της ελληνικής γης.
Σ’αυτήν την ιδιόμορφη, αυτοδιοικούμενη, απομονωμένη περιοχή ζει ανέπαφο ένα κομμάτι του βυζαντινού κόσμου, αφιερωμένο στη Θεοτόκο. Ζει κάτω από την προστασία της, με την αρχιτεκτονική του, με το ύφος των οικισμών του, με τα έθιμα και το τυπικό του, με τα ονόματα των Αυτοκρατόρων του που μνημονεύονται κάθε μέρα στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, με τα χρυσόβουλλά τους που εξακολουθούν να ισχύουν, σαν να μην είχε το Βυζάντιο ποτέ καταλυθεί. Και με το πνεύμα του, άδολο, αδιάλλακτο
Έξαφνα, διαβαίνουμε μια πύλη μάλλον ταπεινή και βρισκόμαστε βυθισμένοι σ’ένα κόσμο έξαρσης, χαράς και μαγείας, συναρπαστικό, μοναδικό, ανεπανάληπτο […] είναι μια πελώρια πινακοθήκη από αμέτρητες προσωπογραφίες και μεγάλες ζωγραφικές συνθέσεις, που συμπληρώνονται από άλλες, μικρότερες, και που, όλες μαζί, παρασύροντας τα πλαίσια και τους πατροπαράδοτους ως τότε ζωγραφικούς τύπους, συνδυάζονται, εναρμονίζονται, ενώνονται με μιαν ελευθερία, μιαν άνεση, μια πνoή που είναι γνωρίσματα μεγαλοφυϊας. είναι τα χρώματα, όλο φως και χαρά, αληθινή εορτή του ματιού και του πνεύματος.
Οι σκιές είναι απαλές, οι ανοιχτόχρωμοι τόνοι επικρατούν σ’ολους τους συνδυασμούς, οι σάρκες ροδίζουν, τα μέτωπα λάμπουν. Οι χρωματικές αρμονίες έχουν κάτι το ελαφρό και το αέρινο που γοητεύει, χωρίς να μειώνει την πνευματική ένταση των φυσιογνωμιών και τη δύναμη της φαντασίας που εκφράζουν οι συλλήψεις των ομίλων.
Μια πνοή αιώνιας δροσιάς μας έρχεται κατ’ευθείαν από τον αρχαίο Ελληνισμό, δια μέσου του Ευαγγελίου.
Περάσαμε τις απόκρυμνες άκρες του Άθω και ακολουθήσαμε, γιαλό-γιαλό, τη νοτιοδυτική του ακτή. Σε λίγο, το τοπίο άρχισε πάλι να ημερώνει κάπως. Είδαμε απ’εξω το αμφιθεατρικό χωριό της Αγίας Άννας, ύστερα τη Νεα Σκήτη και τραβήξαμε για τη μονή Διονυσίου.
Είναι ένα αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα που καταπλήσσει, μόλις το αντικρύζεις. Πρέπει να φανταστεί κανείς έναν πελώριο βράχο, στημένο στο κύμα, σαν πολλούς άλλους που είδαμε σ’αυτή την περιήγηση. Στην κορυφή του ορθώνεται ένα θεόρατο φρούριο και, απάνω από το φρούριο, βρίσκονται χτισμένα τα πατώματα των κελλιών.
Είναι ένα αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα που καταπλήσσει, μόλις το αντικρύζεις. Πρέπει να φανταστεί κανείς έναν πελώριο βράχο, στημένο στο κύμα, σαν πολλούς άλλους που είδαμε σ’αυτή την περιήγηση. Στην κορυφή του ορθώνεται ένα θεόρατο φρούριο και, απάνω από το φρούριο, βρίσκονται χτισμένα τα πατώματα των κελλιών.
Τούτα σχηματίζουν εξώστες στηριγμένους σε δοκάρια και κρεμασμένους απάνω από τη θάλασσα, σε μεγάλο ύψος.
Ακόμα πιο ψηλά ξεπετιέται από τα κτίσματα ο πύργος με τις πολεμίστρες.
Από κάτω κοιταγμένο το σύνολο έχει έναν αέρα παραμυθένιο, έτσι καθώς τεντώνεται απέναντι στο ανοιχτό πέλαγος, στο στόμιο μιας ρεματιάς που σκίζει πίσω του το βουνό. Αξίζει να σημειώσω εδώ το ωραίο, ποιητικό όνομα της ρεματιάς αυτής: Αεροπόταμος.
[…] (η μονή Διονυσίου) είναι το πρώτο κοινόβιο που ερχόμαστε να μείνουμε και νιώθουμε αμέσως τη διαφορά του κλίματος. Η ζωή εδώ είναι δεμένη με κανόνες σκληρούς, απ΄ό,τι συμβαίνει στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια που γνωρίσαμε ως τώρα, στα οποία επικρατεί ένα κλίμα συγκριτικά πιο φιλελεύθερο και κάπως, μάλιστα, στη διοίκηση πιο κοινοβουλευτικό.
Βρισκόμαστε σ’έναν ωραίο κήπο σαν ταράτσα που αγναντεύει από πολύ ψηλά τη θάλασσα. Ο ήλιος βασιλεύει απέναντί μας, ολοπόρφυρος. Στεκόμαστε μερικά λεπτά μαγεμένοι από τη σιγή, από τα φλογερά χρώματα του ουρανού, από τη δύναμη αυτής της φύσης. Τελειότερο περίγυρο για ν’αφοσιωθεί κανείς ολότελα στη ζωή του πνεύματος δεν μπορώ να φανταστώ.
Ο νους, εδώ απορίχνει αυθόρμητα ό,τι περιττό και μάταιο σέρνει μαζί του και συγκεντρώνεται στα ουσιώδη. Η έξαρση, σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, πρέπει να είναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωής. Ακούμε νερό να κελαρύζει. Το έφεραν πρόσφατα οι Δανιηλαίοι, από μακριά, στην καρδιά της Ερήμου, και γλύκανα κάπως τούτη τη γωνιά της. Είμαστε στον περίβολο του αγιογραφικού τους οίκου. Ο προϊστάμενός του, ο γέροντας Στέφανος, μας περιμένει και προχωρεί, ευγενικός και γλυκομίλητος, να μας καλωσορίσει.
«Ποιος θα μου δώση τας ψαλμωδίας εκείνας και τας αγρυπνίας και τας προς Θεόν εκδημίας δια μέσου της προσευχής και την άυλον τρόπον τινά ζωήν, όπου επερνούσαμεν τότε εις τα Κατουνάκια;» Έτσι σπαραχτικά εκφράζεται, στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις Με του Βορηά τα κύματα ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όταν αναπολεί τις ημέρες που έζησε εδώ γύρω στα 1900. […] Σήμερα, η καλύβα έχει γίνει ένα δίπατο σπίτι με πολλά δωμάτια και ξενώνα πολύ άνετο. Στο πάνω πάτωμα βρίσκεται η εκκλησία, αρκετά ευρύχωρη, καθώς και το εργαστήριο ζωγραφικής.
Η ατμόσφαιρα είναι θερμή, αδελφική, θυμίζει μιαν αρμονική, φίλεργη, καλότροπη οικογένεια. Ο συνδυασμός της θρησκευτικότητας και της καλλιτεχνικής εργασίας απαλύνει τη σκληρή μοναχική ζωή, δίνει κάποιον άλλο τόνο στη σκέψη, ευνοεί την αμοιβαία κατανόηση, ευκολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι αδελφική είναι και η φιλοξενία. Αισθάνεσαι ότι σε θέλουν να μείνεις κοντά τους, ότι χαίρονται αληθινά τη συντροφιά σου. Και ο εκκλησιασμός εδώ έχει μιαν οικειότητα σπιτική, συγκινεί με την απλότητά του, καθώς αφήνουν οι μοναχοί την παλέτα για να πάνε να ψάλουν πολύ όμορφα
Καταλαβαίνω τη νοσταλγία του Μωραϊτίδη. Είναι μια ζωή ευλογημένη, μια ώρα συναισθηματικής ευφορίας και πνευματικής χαράς που δεν μπορεί να τη σβήσει η μνήμη.
Στις τρισήμισυ μετά τα μεσάνυχτα πέρασε και μας πήρε το ίδιο μαύρο, ψηλό καραβάκι που μας έφερε. Με μια δυνατή σφυριξιά μέσα στη νύχτα, μακραίνουμε από τις ακτές του Άθω. Στο νότιο άκρο του –το Νυμφαίο, τα Καρούλια, τα Κατουνάκια….- η θάλασσα ξαφνικά αναταράζεται. Πάμε πίσω στην Καβάλα, δαρμένοι από τα κύματα. Απάνω από το Άγιον Όρος, ένα άστρο όμοιο με τ’άλλα προχωρεί, διασχίζει γοργά το στερέωμα. Είναι ο τελευταίος τεχνητός δορυφόρος, ο αμερικανικός, που απασχολεί τις μέρες αυτές, τα ραδιόφωνα και τον παγκόσμιο τύπο. Τον είδαμε κι από τις Καρυές κι από την Έρημο...
Καθώς μας κουνά η θάλασσα δυνατά, γυρίζουν στο νου μου θαμπές εικόνες από κατανυχτικές ακολουθίες σε βυζαντινούς ναούς, σκεπασμένους με τοιχογραφίες, φορτωμένους πολυελαίους, φωτισμένους μονάχα από κεριά και καντήλες που κάνουν ν’αστράφτουν τα επιχρρυσωμένα μέταλλα κι οι φωτοστέφανοι των εικόνων.
Τι με συνδέει, αναρωτιούμαι, με την ατμόσφαιρα αυτήν; Γιατί, δεν αμφιβάλλω πως με συνδέει κάτι ζωντανό. Η Ιστορία, αποκρίνομαι, το δίχως άλλο. Η διαδοχή των χριστιανικών αιώνων που γεμίζουν την ομαδική μας μνήμη σ’αυτά τα μέρη όπου μας δόθηκε να ζήσουμε. Με συνδέει, όμως, πιστέυω σήμερα, και κάτι βαθύτερο, μεγαλύτερο από κάθε εθνική και γεωγραφική πραγματικότητα, κάτι που αφορά τον άνθρωπο έξω από τους τόπους.
Μόνο, γυμνό, με τα πεπρωμένα του: μια ζέστη που νικά τη μοναξιά, μια σκοτεινή, ανεξήγητη, φευγαλέα και επανερχόμενη δύναμη παρηγοριάς.
Μια τέτοια έξοδος από τον κόσμο, σαν κι αυτή που επιχειρήσαμε, μια επαφή, όσο σύντομη κι αν είναι, με την παράδοση του μυστικισμού, επιβάλλει εκ των υστέρων έναν αυτοέλεγχο, μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας απέναντι στον άλλο κόσμο, τον πνευματικό.