Τον Νοέμβριο του 1914, δύο από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, νεαροί φίλοι τότε, ο Νίκος Καζαντζάκης
και ο Άγγελος Σικελιανός,
βρέθηκαν στο Άγιον Όρος με συστατική επιστολή του τότε πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ο Νίκος
Καζαντζάκης αποφάσισε να πραγματοποιήσει
το ταξίδι όταν είδε στο σπίτι του Σικελιανού ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από τον Άθω.
Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» του, ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει: «Έκλεισα τα μάτια, φούχτωσα ψαχουλεύοντας ένα βιβλίο. Το άρπαξε ο φίλος από τα χέρια μου, το άνοιξε. Ήταν ένα μεγάλο λεύκωμα με φωτογραφίες: Μοναστήρια, καλόγεροι, καμπαναριά, κυπαρίσσια... κελιά απάνω από τον γκρεμό και κάτω μια θάλασσα άγρια. Το Άγιο Όρος, φώναξα... Είσαι έτοιμος; είπε. Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, δράκοι δεν είμαστε; Να βάλουμε τα σιδερένια μας ποδήλατα, να πατήσουμε το Άγιον Όρος…Με τα σακίδια στη ράχη, ακουμπώντας στα χοντρά ραβδιά μας, ανηφορίζαμε ανάμεσα από πυκνές, μισογυμνωμένες καστανιές και σκίνα και πλατύφυλλες δάφνες το καλντερίμι που έφερνε στις Καρυές. Ο αέρας, έτσι μας φάνηκε, μύριζε μοσκολίβανο. Σαν να ’χαμε μπει σε τεράστια εκκλησιά με θάλασσα, με δάση καστανιές, με βουνά και αποπάνω αντί για θόλο, ένας ξέσκεπος ουρανός…». Μετά από 40 ημέρες, οι δύο λογοτέχνες πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Μονή Καρακάλλου.
Ο κοινοβιακός δείπνος.
Μακριά αίθουσα.
Οκτώ κολόνες –μακριά
τραπέζια δεξιά.
Οι πατέρες τρώνε σιωπηλοί.
Μικρά κανατάκια πράσινα μπροστά τους. Όταν
μπήκαμε,
ένας γάτος πήδησε και
δρασκέλισε ήσυχα κάτου
απ’τα τραπέζια.
Αριστερά ένα τρισκέλι.
Ο διαβαστής διαβάζει ενώ τρώνε˙
οι γάτοι τριγυρίζουν.
Ξάφνου χτυπάει ένα
σφυράκι ο ηγούμενος
και το δείπνο παύει.
Τότε ο διαβαστής
πλησιάζει τον ηγούμενο
και του ζητάει την ευλογία και
του φιλεί το χέρι.
Και ο ηγούμενος
του δίνει το κρασί
και το ψωμί.
Τότε χτυπάει με
το σφυράκι δεύτερη
φορά και όλοι σηκώνονται,
ο ηγούμενος μπροστά
και έπειτα ένας-ένας
οι πατέρες.
Στο βάθος ωστόσο,
στην έξοδο δεξιά,
ο τραπεζάρης, ο
διαβαστής και ο
μάγειρος γονατισμένοι,
ενώ διαβαίνουν,
ζητούν μετάνοια να τους σχωρεθεί
αν δεν εδούλεψαν
καλά˙ο ηγούμενος
περνώντας με το
ποιμαντικό μαύρο
ραβδί τους ευλογεί. Ο εφημέριος,
άντικρυς, ωστόσο,
ευλογεί όλους τους
πατέρες.
Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου.
Οι κήποι, δάφνες πλατύφυλλες· οι ελιές, λεμονιές, πορτοκαλιές...
Η Γλυκοφιλούσα της Σκήτης του
Αγίου Παύλου· ο Ιησούς με το χεράκι αμπώχνει το πηγούνι της Παναγιάς
κάτου από τα χείλια της.
Το άλλο χεράκι πέφτει του μάκρου στο σωματάκι του, άνεργο.
Κομποσκοίνι. Πνευματική προσευχή.
Εκπνοή: Ελέησον
με.
Εισπνοή: Κύριε
Ιησού Χριστέ.
Αυτή είναι η
καθαρά προσευχή
των μοναχών
από την ώρα
του ξυπνητηριού μέχρι της
στιγμής της
ακολουθίας.
Στον εσπερινό,
το ξυλοσήμαντρο ̇ με
το απανωκαλύμαυχο
γυρίζει ο καλόγερος
τριγύρω από την εκκλησιά.
Οι χτύποι πρώτα
ρυθμικοί, έπειτα γοργοί
χτυπητοί, τέλος γαλήνιοι,
κατανυχτικοί, εσωτερικοί.
Και ξαφνικά
ένα χτύπημα ισχυρό μονάχα,
και ο καλόγερος μπαίνει από την πίσω
θύρα στο Άγιο Βήμα.
Πάλι γυρίζει.
Κι είναι το ξεψύχισμα
του Ιησού
στο τέλος. Και
το ύστερο χτύπημα
[είναι το] τετέλεσται!
Στον ήχο που χτυπάει
με το σφυρί είν’όλο
το δράμα του Ιησού
γι’αυτόν. Τη δεύτερη
φορά χτυπά στο τέλος δυό
φορές˙
την τρίτη: τρεις.
Επισκεπτόμαστε τους
ξυλογλύπτες.
Ο ένας με τα γκρίζα
μάτια. Ο άλλος ξυπνώντας απ’τον ύπνο, απαλώτατος,
ωχρός, με τα γένια σαν μετάξι γύρω από μυτερό πρόσωπο, και βαθιά
παρθενικά μάτια.
Το χέρι του είναι απαλό σαν κέρινο, αλαφρό σαν αντίδωρο.
Πηγαίνουμε έπειτα στον ξυλογλύπτη Αρσένιο, που’κανε το εγκόλπιο των
Καρυών, τη Δευτέρα Παρουσία.
Αυτοδίδακτος ̇ άρχισε
από μικρούς άξεστους
σταυρούς.
Δούλεψε 15 χρόνια τη Δευτέρα Παρουσία.
Σε κάθε πρόσωπο έδωκε έκφραση.
Στην όψη του έχει σταλαγμένο το φως της εργασίας.
Τράπεζα Διονυσίου: Η Σύναξις των Ασωμάτων.
Φωτεινός χορός.
Ο Ιησούς στη
μέση· δωδεκαετής, παιδί.
Όλοι με πυρά μαλλιά, φωτοστέφανα χρυσά, χρυσές φτερούγες, χρυσά πετραχήλια
και ζώνες.
Φωτεινότερο από θερισμό σταχυών σε ηλιοβασίλεμα καλοκαιρνό.
Οι χιτώνες τους είναι λευκοί, που και που αχνά φλογάτοι.
Στής Σιμωνόπετρας «Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα· ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής. Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα. Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα. Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα· δαφνοπόταμος. Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί. Το κύμα ακούεται κάτου, κι απάνου το νερό. Δάσος δαφνών βαΐα. Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο σα γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους. Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο· τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής. Όλο το σώμα νικητήριο μέσ᾿ π᾿ τα άγια».