Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1877 στο Καρπενήσι. Στα δεκατρία του χρόνια η οικογένειά του θα εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Από την ηλικία των δεκαέξι ετών ξεκινά να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Στη συνέχεια, ως πολιτικός αρθρογράφος, χρονογράφος και συντάκτης τεχνοκριτικών άρθρων, συνεργάζεται με τις εφημερίδες «Σκριπτ», «Το Άστυ», «Εφημερίδα των Συζητήσεων», «Χρόνος», «Ταχυδρόμος» και «Ελεύθερο Βήμα». Το 1911 εγκαταλείπει τη δημοσιογραφία και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη Δημόσια Διοίκηση. Διορίζεται Νομάρχης Ζακύνθου και αργότερα αναλαμβάνει Νομάρχης Κυκλάδων, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Το 1918 αναλαμβάνει Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και στην συνέχεια Πρόεδρος του καλλιτεχνικού της συμβουλίου, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Αργότερα, το 1922 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου διορίζεται καθηγητής της «Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης» στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου μέχρι το 1938, χρονιά που εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του «Άγιον Όρος» δημοσιεύτηκε το 1934 και περιγράφει το ταξίδι που έκανε ο συγγραφέας στα μοναστήρια του Άθω το 1923, στα πλαίσια των καθηκόντων του ως Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Τρία είναι τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα: η τέχνη, η φύση και ο μυστικισμός.
Η λέξη μοναστήρι φέρνει σ’εμάς τους ορθόδοξους μιαν ορισμένη αρχιτεκτονικήν εικόνα: μεγάλο τετράγωνο από ενωμένα κελλιά, και στη μέση της αυλής η εκκλησία. Αν σ’αυτά προσθέσουμε τα θεμελιώδη μοτίβα του μοναστηριού, τον ξύλινο εξώστη που απλώνεται απ’άκρη σ’άκρη στο εξωτερικό των κελλιών, τα τόξα και το κυπαρίσσι, έχομε το μ ο ν α σ τ ή ρ ι, την κοινή αντικειμενική εικόνα, το ρωμαντικό σκιαγράφημα που βρίσκεται μέσα στο νου των Ελλήνων.
Πόσα όμως νέα σχήματα δημιουργεί επάνω σ’αυτόν το θεμελιώδη τύπο του μοναστηριού ο καιρός, ποιους πλουτισμούς μπορεί να πάρη ο ρυθμός, το βλέπουμε στο Βατοπαίδι. Εδώ ο καιρός είχε φαντασία. Προσθέτοντας ανάλογα με την ανάγκη, έφτιασε μια πόλη ολόκληρη, όπου τίποτε δεν είναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικό ή ξένο.
Ο Καιρός έχει την αισθητική του. Και την επιβάλλει. Πόσο αυτά τα σχήματα βοηθούνε το ένα το άλλο! Πώς βρίσκομε την ενότητα σε τόσο πλήθος μορφών! Πόσο άνετα, μέσα στην απέραντην αυλή, υψώνεται το πάμπυκνο τούτο δάσος των κτιρίων, και πώς όλο έξαφνα ζωντανεύει, όταν από το ύψος του αρχαίου καμπαναριού η μελωδική κωδωνοκρουσία καλεί τους μοναχούς στην προσευχή!
Είναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στον ήλιο ένας-ένας και πηγαίνουν στο Καθολικό, που στέκει με το βαθύ κόκκινο χρώμα του στην αυλή. Η πυκνή μοναστική πόλη ξύπνησεν από τη νάρκη του μεσημεριού.
Εσπερινός. Πρώτα φαίνονται οι γέροι. Τους χρειάζεται ώρα να φτάσουν, και ξεκινούν νωρίς. Έπειτα ακούγεται το στερεό και γρήγορο βήμα των νέων. Τα νιάτα τους δεν ξεχνούν το λύγισμά τους μέσα στο ράσο. Μερικοί απ’αυτούς είναι ανήσυχες σερπαντίνες, άλλοι κρατούν το παράστημα ολόϊσο, λεπτό και σεμνό κιονίσκο βυζαντινού τρούλου. Η φορεσιά τους περιποιημένη. Το ράσο κατακαίνουργο. Το επανωκαλύμαυχο άψογο. Είναι αυστηρό το πρωτόκολλο στο Βατοπαίδι.
Όταν μπήκα στο Καθολικό κι είδα τους μαύρους των ίσκιους να γεμίζουν το εσωτερικό του ναού κρυμμένοι στα στασίδια, εντοιχισμένοι, θαλεγε κανείς, δίστασα να πάρω τη θέση που μου έδωκαν σ’ένα στασίδι.
Εκτελούσαν την ακολουθία του εσπερινού με σοβαρότητα, όπως ο καλός τεχνίτης το έργο του. Ένιωθα λοιπόν πως κανένας λαϊκός δεν έχει δουλειά εκεί.
Νανουρισμένος όλη τη νύχτα από τη θάλασσα, ξύπνησα έπειτα από μακάριο ύπνο και βρέθηκα στο τεράστιο κτίριο καταμόναχος. Όλη η μονή είχεν αδειάσει! Ξένοι και καλόγεροι ήταν στη λειτουργία.
Κατέβηκα βιαστικά και κατόρθωσα ν’ακούσω ένα μικρό μέρος της ακολουθίας, στήνοντας το αυτί από την πόρτα.
Ατέλειωτοι μοναστηριακοί τύποι ακολούθησαν έπειτα από τη λειτουργία. Η συνοδεία θα πήγαινεν από το ναό στην Τράπεζα. Ήρθε η ποθητή ώρα, που θα έπαιρνε τέλος η νηστεία. Κέρινα πρόσωπα μέσα στη μαυρίλα των σκούφων και των ράσων, νηστικοί, εξαντλημένοι, δοκιμασμένοι, τα θύματα της νηστείας, συρμένα με κόπο ως εκεί από τα πέρατα του Όρους, θα πήγαιναν τώρα στην Τράπεζα να ρουφήξουν την ψαρόσουπα που άχνιζε και τους περίμενε.
Ντυμένος τον αρχιερατικό μανδύα και το επανωκαλύμαυχο και με την αργυρή πατερίτσα στο χέρι, ο «ηγούμενος» -απλός καλόγερος που καλείται από άλλη μονή για να τελεταρχήση και, κατά το έθιμο, παίρνει την ημέραν αυτή τιμές επισκόπου- οδηγήθηκε στη θέση του. Τον ακολουθεί τιμητική συνοδεία από τους ψάλτες, τον τυπικαρη, το προσωπικό, τους καλεσμένους της εκλογής του. Βαδίζουν όλοι αργά, ενώ ψάλλεται το τροπάριο της ημέρας.
Λίγο-λίγο το πλήθος των ωχρών ασκητών, των καλόγερων, των λαϊκών, τοποθετείται στα μαρμάρινα τραπέζια που στέκουν από αιώνες στη μεγάλη Τράπεζα και βρίσκει μπροστά του τη σούπα και το ψάρι, μαγειρεμένο κατά πέντε τρόπους – γιατί το κρέας δεν επιτρέπεται.
Όλοι αυτοί τρώνε με σιωπή για ν’ακούνε τον κανονάρχη που απαγγέλει Ομιλίες των πατέρων. Κατακίτρινος και κοκκαλιάρης, μαζεύει τις ελάχιστες σωματικές δυνάμεις που του έμειναν και διαβάζει ατέλειωτες σελίδες, ο νηστευτής με την ψιλή φωνή που έχει πόνο μαζί και θρίαμβο.
Στη μέση του φαγητού, σηκώνεται από την κεντρική του θέση ο ηγούμενος, πίνει το κρασί του κι εύχεται σε όλους έτη πολλά.
Άμα τελείωσαν, πλησίασεν ο διακονητής και πήρεν από το χέρι του ηγουμένου ένα ποτήρι κρασί και μερικά απομεινάρια ψωμιού από το τραπέζι. Έπειτα ήρθε ο κανονάρχης και πήρε από τον ηγούμενο ένα ποτήρι κι ένα πιάτο φαγητό. Τα δυο αυτά σκεύη, κατά το έθιμο, θα τα κρατήση. Είναι η αμοιβή του.
Πολύ αρχαιότερο από την καμπάνα είναι το σήμαντρο. Ήταν φορητό, κρεμασμένο σε πύργους των μοναστηριών, χτισμένους γι’αυτό το σκοπό.
Την αρχαιότατην αυτήν παράδοση του σημάντρου τη διατηρούν τα μοναστήρια του Άθω. Οι ώρες της ακολουθίας σημαίνονται με το σιδερένιο σήμαντρο και κυρίως με το ξύλινο. Ο πιο άμουσος χτύπος που μπορεί φυσικά ν’ακουστεί είναι αυτός ο τελευταίος.
Αν όμως το ξύλο δεν έχει ήχο, είναι όλο στοργή προς το λεπτότερο αισθητήριο του ανθρώπου. Κακή θα ήταν η τύχη του ξένου, αν για μια τέτοια υπηρεσία χρησιμοποιούσαν καμπάνες.
Από τα υψώματα των Καρυών βλέπομε την κορυφή του Άθω να πετιέται προς τον ουρανό και να τρυπά τα σύννεφα, πέτρινη λόγχη που φρουρεί το μυστικισμό, ενώ ξεκινά από τα πόδια του και απλώνεται γύρω με βελουδένια μαλακότητα όλος ο σμαραγδένιος Άθως των μοναστηριών.
Τα μαλακά εκείνα κύματα γης, που δεν έχουν τίποτε ανώμαλο, τίποτε πέτρινο και τίποτε γυμνό, κατεβάζουν ως το ακρογιάλι τις δασωμένες βαθύτατες χαράδρες τους. Ακηλίδωτη γαλάζια θάλασσα λούζει τον πελώριον αυτό σμάραγδο.
Μακρυά, ίσκιοι γαλανοί –η Θάσος, η Ίμβρος, η Λήμνος.
Ταξιδεύουμε για το Βατοπαίδι. Η ίδια παντού αποπνικτική φυτεία. Όλα σκεπασμένα. Κανένα ξέφωτο. Κανένα χωράφι. Πουθενά πεδιάδα. Δέντρα και θάμνοι πλεγμένοι, στενοχωρημένοι, πνιγμένοι, ζητούν διάστημα για να σαλέψουν. Μόνο οι καστανιές, λεπτές κολώνες, ξεφεύγουν και παίζουν ελεύθερα τα πλατειά φύλλα τους στον αέρα και στον ήλιο, πλέκοντας τα τόξα κάτω από τα οποία περνούμε. Κάθε τόσο χάσκει μπροστά μας και μια από τις αμέτρητες δασολαγκάδες του Άθω. Ορμητικές και βαθύτατες, κατεβαίνουν γκρεμίζοντας την καστανιά, το ρείκι, την βελανιδιά, την οξειά, την κουμαριά, τον πλάτανο.
Εδώ κι εκεί, στο δρόμο, μια βρυσούλα σταλάζει για τον οδοιπόρο. Το κτίριό της πάντοτε μεγάλο, με σταυρούς, χρονολογίες και τάσι. Το νερό, δάκρυ.
Ο ερημίτης μολαταύτα που πέρασεν από κει έβρεξε τη γλώσσα του. Μέτρησε καλά τις λίγες στιγμές που του επιτρέπεται να ξεκουραστεί μέσα στην πελώριαν αυτή και σκοτεινή στοά των φύλλων.
Έπειτα, όταν είδε πως οι καλές στιγμές γίνονται πολλές –πολυτέλεια- φορτώνεται πάλι τις σαράντα οκάδες του σάκκου του με τα ψώνια, και με τα πατημένα του παπούτσια ξεκινά. Κάθε βρύση θα ξεκουραζη και μιαν από τις μαύρες αυτές σκιές. Δεν αποκοιμιούνται ποτέ. Πού καιρός για το σώμα.
Η ώρα κυλά, ο δρόμος είνε μακρύς, και πρέπει να φύγουν αμέσως. Ξαναμαζεύουν τα κόκκαλά τους και χαιρετώντας το διαβάτη μ’ένα σβυσμένο κίνημα της κεφαλής, χάνονται.