ΓεννιÎται στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας στις 8 ÎοεμβÏίου 1895. Εκεί τελειώνει το
γυμνάσιο και ÎÏχεται στην Αθήνα να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Για Ï€Îντε χÏόνια ζει στο ΠαÏίσι, όπου
εικονογÏαφεί βιβλία και πεÏιοδικά. Το 1919 επιστÏÎφει στο Αϊβαλί και ιδÏÏει τον πνευματικό σÏλλογο "ÎÎοι
άνθÏωποι" με τη συμμετοχή του Ηλία ΒενÎζη και του ΣτÏατή ΔοÏκα. ΔιοÏίζεται στο ΠαÏθεναγωγείο Κυδωνιών όπου
διδάσκει γαλλικά και ιστοÏία Ï„Îχνης. Εκδίδει το βιβλίο του "Pedro Cazas" και το 1922 με τη ΜικÏασιατική
καταστÏοφή ÎÏχεται Ï€Ïόσφυγας στην Αθήνα.
Στο Άγιον ÎŒÏος πηγαίνει για Ï€Ïώτη φοÏά το 1923 και θα παÏαμείνει για αÏκετοÏÏ‚ μήνες. Εκεί, η επαφή του με τη
βυζαντινή Ï„Îχνη θα αποτελÎσει σταθμό στο ÎÏγο και τη ζωή του. ΣυγγÏαφικά και εικαστικά υποστηÏίζει με πάθος
την ανάγκη δημιουÏγίας μιας ελληνικής Ï„Îχνης που θα αντλεί από τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή
Ï„Îχνη.
ΓÏάφει κατά την Ï€Ïώτη του επίσκεψη στην Αθωνική πολιτεία:
«..δεν πεÏίμενα να βÏω μια Ï„Îχνη τόσο Ï„Îλεια μÎσα στις εκκλησίες των μοναστηÏιών. Από όσα είχα διαβάσει για
τη βυζαντινή Ï„Îχνη είχα την ιδÎα πως η Ï„Îχνη τοÏτη είναι άξια μικÏότεÏης Ï€Ïοσοχής από εκείνη της Ιταλικής
ΑναγÎννησης. Î’Ïίσκονται στον Άθω ζωγÏαφιÎÏ‚ της πιο σπάνιας τελειότητας.. Καθ' όσο τουλάχιστον το κÏίνω εγώ,
είναι Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ€Î¬Î½Î¹Î¿ να Ï„Ïχει κανείς ÎÏγα με μια Ï„Îτοια καλλιτεχνική σοφία και γιομάτα από τόσο Îντονο Ïυθμό..»
Στ’ á¼Î³Î¹Î¿Î½ ὌÏος πῆγα πολλὲς φοÏÎÏ‚. Τὴν Ï€Ïώτη φοÏá½° κάθησα παÏαπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ' ἔκανα γνωÏιμία μὲ πολλοὺς πατÎÏες καὶ λαϊκοÏÏ‚, γιατί ὑπάÏχουνε á¼ÎºÎµá¿– Ï€ÎÏα καὶ ἀγωγιάτες á¼€Ïβανῖτες, παÏαγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φοÏτώνουνε κεÏεστΠστὰ καÏάβια.
Πιὸ πολὺ μὲ Ï„Ïαβοῦσε á½ á¼€Ïσανᾶς, δηλαδὴ τὸ μÎÏος ποὺ βάζουνε τὶς βάÏκες καὶ τὰ σÏνεÏγα τῆς ψαÏικῆς.
Ἄφησα τὰ γÎνεια μου, τὰ ξÎχασα ὅλα καὶ γίνηκα ψαÏάς.'ἜτÏωγα, ἔπινα, δοÏλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαÏάδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεÏοι, οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης.
Τί ξÎγνοιαστη ζωὴ ποὺ Ï€ÎÏασα!
Ὁ á¼€Ïσανᾶς ἤτανε ἕνα σπίτι μακÏÏ, χτισμÎνο ἀπάνω στὴ θάλασσα μÎσα σ’ ἕναν κόÏφο ποὺ τὸν ἀποσκÎπαζε ἕνας κάβος καὶ γιὰ κεÏαμίδια εἶχε μαῦÏες πλάκες. ΜπÏοστὰ εἶχε κάτι ξÎÏες ποὺ σκάζανε οἱ θάλασσες ὅποτε ἔπεÏνε βοÏιάς, κι ἀπὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βÏάχια φυτÏωμÎνα μὲ μυÏσίνες, μὲ πουÏνάÏια καὶ κάθε ἄγÏιο χαμόδεντÏÏŒ.
Ὁ á¼€Ïσανᾶς εἶχε πεντÎξη κάβιες á¼€ÏαδιασμÎνες καὶ μπÏοστὰ εἶχε ἕνα χαγιάτι ποὺ ἀκουμποῦσε σὲ κάτι δοκάÏια ἀπὸ ἀγÏιόξυλα. Ἐκεῖ μÎσα κοιμόμαστε.
Ἀπὸ κάτω εἶχε κάτι χαμηλὲς καμάÏες καὶ μÎσα στὶς καμάÏες Ï„ÏαβοÏσανε τὶς βάÏκες. Τὰ δίχτυα τὰ á¼Ï€Î»ÏŽÎ½Î±Î½Îµ ἀπάνω στὰ μπαÏμάκια τοῦ χαγιατιοῦ.
Ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε ἀκοÏγαμε ἀπὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ ἔμπαινε μÎσα στὶς καμάÏες καὶ κυλοῦσε τὰ χαλίκια καὶ μᾶς νανοÏÏιζε. Παλιὰ εἰκονίσματα ἤτανε κÏεμασμÎνα μÎσα στὸν á¼€Ïσανᾶ κ' ἔκαιγε ἀκοίμητο καντῆλι.
ΕπῆÏα τὴν Ïάβδαν καὶ Ï„Ïάβηξα νὰ πάγω στὰ ΚαψοκαλÏβια. Μαζί μου ἦÏθε κ' ἕνας á¼Ï€Î»Î¿ÏŠÎºá½¸Ï‚ καλόγεÏος, ψηλὸς κι ἀδÏνατος μ' ὅλο ποὺ ἤτανε ψωμᾶς στὸ μοναστῆÏι. Τὸ μονοπάτι πεÏνᾶ ἀπὸ ἅγια κ’ ἔμοÏφα μÎÏη, ὥς ποὺ φτάνει ἀπάνω ἀπὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ' ἀνοιχτὸ Ï€Îλαγο. Ἀπὸ τὸ μÎÏος τῆς στεÏιᾶς στÎκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὠἌθωνας. Σ' ἕνα μÎÏος βλÎπεις τὴν ποδιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ στÎκεται κοφτὴ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, σὰν νἆναι κομÎνη μὲ τὸ μαχαῖÏι, λὲς καὶ ξεκόλλησε Ï€Ïὸ λίγη á½¥Ïα ἕνα κομάτι βουνὸ κ' ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κι ἀληθινά, ὅπως μοῦ εἴπανε πιὸ ὕστεÏα οἱ Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μÎÏα στὰ 1900, κ' ἔπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ Ï„Ïία ψαÏαδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαÏιὰ πατÎÏες. Ὁ σεισμὸς κοÏνησε ὅλη τὴ Μακεδονία.
Στὰ ΚαψοκαλÏβια κάθησα πιὸ πολὺν καιÏὸ ἀπὸ τ’ ἄλλα τὰ μοναστήÏια. Τόσο δικό τους μὲ εἴχανε οἱ πατÎÏες, ποὺ ὅποτε κάνανε σÏναξη ἔπÏεπε νὰ καθήσω κ' á¼Î³á½¼ στὸ συμβοÏλιο ποὺ συζητοÏσανε «τὰ τῆς σκήτεως». Μ' ἔχουνε γÏάψει καὶ στοὺς ἱδÏυτὰς καὶ μὲ μνημονεÏουνε μετὰ τῆς συμβίας καὶ τῶν Ï„Îκνων.
ἸδιαίτεÏη φιλία ἔδεσα μὲ τὸν Ï€Î¬Ï„ÎµÏ á¼¸ÏƒÎ¯Î´Ï‰Ïο, ποὺ μ' εἶχε στὸ κελλί του. [φωτ.5] Ἄλλη φοÏá½° ἔγÏαψα πολλὰ γιὰ δαῦτον. Τότες ἤτανε ὡς Ï„ÏιανταπÎντε χÏονῶν κ' εἶχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάÏμπα ΧαÏάλαμπο ἀπὸ τὸ ΚαστελόÏιζο, ὡς ἑβδομῆντα χÏονῶν, τελώνιο τῆς θάλασσας, ποὺ ἔζησε φουÎστÏος στὰ βαπόÏια καὶ ταξίδευε ἴσαμε τὸν ΚίτÏινο ποταμὸ τῆς Κίνας.
Εἶχε á¼”Ïθει μιὰ μÎÏα στὰ ΚαψοκαλÏβια ἕνας καλόγεÏος ἀπὸ κάποιο ψαÏαδόσπιτο ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο ΣμÎÏνα καὶ στὰ ΚαψοκαλÏβια, καὶ τὸν φιλοξÎνησε á½ Ï€Î¬Ï„ÎµÏ á¼¸ÏƒÎ¯Î´Ï‰Ïος καὶ γνωÏισθήκαμε. Τὸν λÎγανε Îεῖλο, κ’ἤτανε Μυτιληνιὸς.
ΦεÏγοντας μὲ Ï€Ïοσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Ὁ Îεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ Ï„Ïάτες καὶ δυὸ βάÏκες.
Ἤτανε ἑφτὰ-ὀχτὼ νοματαῖοι, Ï€Îντε μεγάλοι καὶ δυὸ-Ï„Ïία καλογεÏοπαίδια. á½Î»Î¿Î¹ τους ἤτανε ἡλιοκαμÎνοι, μαῦÏοι σὰν á¼€Ïαπάδες. Ὁ Ï€Î¬Ï„ÎµÏ Îεῖλος εἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν á¼Ï€Î»ÏŒÏ„ητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ á½Î»Î¿Îνα ἤτανε χαμογελαστὸ τὸ Ï€Ïόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντÏá½° σὰν τοῦ á¼€Ïάπη, μὲ μαῦÏα καὶ πυκνά γÎνεια, ποὺ φυτÏώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του. Μὲ τὴ σκοÏφια ποὺ φοÏοῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλυτος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοÏοῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦÏο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βÏακί ανατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα.
Σὰν γυÏίζανε ἀπὸ τὸ ψάÏεμα, βγάζανε τὰ ψάÏια ἔξω κι ἀφοῦ διαλÎγανε λἰγα χοντÏá½° γιὰ νὰ φᾶμε, κι ἄλλα γιὰ πάστωμα, τὰ ψιλὰ τὰ κάνανε ἕνα σωÏὸ καὶ τ’ἀφήνανε νὰ σιτÎψουνε γιὰ νὰ τ’ á¼Î»Î±Ï„ίσουνε.
Ἀπὸ τὰ χοντÏά παστώνανε πολλοÏÏ‚ ÏοφοÏÏ‚, νἄχουνε τὸ χειμῶνα. Ψιλά, μαÏίδα καὶ σαÏδÎλλα, παστώνανε πολλὰ βαÏÎλια καὶ τὰ στÎλνανε στὴ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυÏοπόδι γÏÏω στὸ σωÏὸ καὶ παστώνανε. á½Î»Î¿ τὸ σπίτι μÏÏιζε μιὰ Ï„Îτοια ψαÏίλα, ποὺ στὴν á¼€Ïχὴ γυÏίζανε ἄνω κάτω τὰ στομάχια μου. Μὰ σιγὰ σιγὰ συνήθισα καὶ δὲν καταλάβαινα τὴν ψαÏίλα σχεδὸν á½Î»ÏŒÏ„ελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πὼς ἔτσι θὰ μυÏίζανε κι ὠΧÏιστὸς κ’οἱ απόστολοι. Οἱ ἀνθÏῶποι κι á½…,τι ἔπιανες, ὅλα μυÏίζανε ψαÏίλα. Ἀκόμα καὶ μÎσα στὴν á¼ÎºÎºÎ»Î·ÏƒÎ¹á½° ἔνιωθες αá½Ï„á½´ τὴ μυÏουδιά. Τὶς á½§Ïες ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάÏεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν Ï€Î¬Ï„ÎµÏ Îεῖλο γιὰ θÏησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστοÏικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τι φουÏτοῦνες πεÏάσανε, τι θεÏιόψαÏα συναντήσανε, τι καÎκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες ποὺ κάθησε σ’ αá½Ï„ὸ τὸ μÎÏος κι ἄλλα λογιῶ-λογιῶν. Ἄλλη φοÏá½° πάλι, á¼ÎºÎµá¿– ποὺ καλαφάτιζε μιὰ βάÏκα Ï„ÏαβηγμÎνη ἔξω, ἔψελνε μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του, κ’ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι á¼Î³á½¼ τὸν á¼€ÏιστεÏόν.
ΛÎγαμε τὶς Καταβασίες τῆς ΜεταμοÏφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μÎÏες τοῦ ΑυγοÏστου) «ΧοÏοὶ ἸσÏαὴλ ἀήκμοις ποσί, πόντον á¼ÏυθÏὸν καὶ ὑγÏὸν βυθὸν διελάσαντες», Τὰ ΠασαπνοάÏια μὲ τὸ δοξαστικὸ «ΠαÏÎλαβεν ὠΧÏιστὸς τὸν Î ÎÏ„Ïον καὶ Ἰάκωβον καἰ Ἰωάννην», κ’ὕστεÏα λÎγαμε á¼€Ïγῶς καἰ μετά μÎλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ ταῆς δόξης τοῦ Ï€Ïοσώπου σου, ΚÏÏιε, ποÏευόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα». Στὸ Ï„Îλος ὅμως ψÎλναμε πάντα τὸ «Εá½Î»Î¿Î³Î·Ï„ὸς εἶ, ΧÏιστὲ ὠΘεὸς ἡμῶν, ὠπανσόφους τοὺς á¼Î»Î¹Îµá¿–Ï‚ ἀναδείξας, καταπÎμψας αá½Ï„οῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι' αá½Ï„ῶν τὴν οἰκουμÎνην σαγηνεÏσας, φιλάνθÏωπε, δόξα σοι».
Δὲν μποÏá¿¶ νὰ παÏαστήσω τὸ πόσο συγκινημÎνη ἤτανε ἡ καÏδιά μου σὰν ἄκουγα νὰ ψÎλνει ὠψαÏá½°Ï‚ á½ Ï€Î¬Ï„ÎµÏ Îεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατÏαμωμÎνο βÏακί, μὲ τὰ φÏκια κολλημÎνα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάÏια του, νὰ ψÎλνει μὲ κείνη τὴν á¼€Ïχαία μελῳδία καὶ νὰ λÎγει στίχους ἰαμβικοÏÏ‚, καὶ παÏαπÎÏα ν' ἀφÏίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κÏματα κι ὠἀγÎÏας νὰ βουÎζει πανηγυÏικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βÏάχια καὶ στὰ δÎντÏα!
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παÏάξενη συγκίνηση μ' ἔπιανε τὴν ΚυÏιακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιοÏτινὲς μÎÏες ποὺ λειτουÏγοῦσε á½ Ï€Î¬Ï„ÎµÏ Îεῖλος ὠψαÏá¾¶Ï‚ καὶ γινότανε ἱεÏεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αá½Ï„ὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μÎÏες ν' á¼Î»Î±Ï„ίζει ψάÏια, νὰ καλαφατίζει βάÏκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γÏαντολογᾶ καÏαβόπανα, νὰ βολεÏει ἄγκουÏες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του!
Καὶ στὴ λειτουÏγία γινότανε σὰν πατÏιάÏχης, μὲ τὸ á¼Ï€Î±Î½Ï‰ÎºÎ±Î»Ïμμαυχο, μὲ τὸ χÏυσὸ φελόνι, μὲ τὰ á¼Ï€Î¹Î¼Î¬Î½Î¹ÎºÎ±, μὲ τὸ á¼Ï€Î¹Î³Î¿Î½Î¬Ï„ιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπÏοστὰ στὴν á¼Î³Î¯Î± ΤÏάπεζα Â«á½‘Ï€á½²Ï Ï„á¿¶Î½ τοῦ λάου ἀγνοημάτων», «ὡς á¼Î½Î´Ï…όμενος τὴν τῆς ἱεÏατείας χάÏιν».
Ὤ! Τί á¼Î¾Î±Î¯ÏƒÎ¹Î± καὶ φÏικτὰ μυστήÏια ἔχει ἡ ταπεινὴ á½€Ïθοδοξία μας! Μὰ ἡ καÏδιά μου δάκÏυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαÏá½° κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στÏώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ' εá½Î»Î¿Î³Î¿á¿¦ÏƒÎµ τὴν Ï„Ïάπεζα á½ Ï€Î¬Ï„ÎµÏ Îεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημÎνα δάχτυλά του, á¼Î½á¿· γÏÏω στεκόντανε μὲ σταυÏωμÎνα χÎÏια á¼ÎºÎµá¿–νοι οἱ á¼Ï€Î»Î¿á½¶ ψαÏάδες, κουÏασμÎνοι, θαλασσοδαÏμÎνοι, ξεχασμÎνοι ἀπὸ τὸν κόσμο μÎσα σὲ κείνη τὴν καταβόθÏα. Κ' ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνὴ του á½ Ï€Î¬Ï„ÎµÏ Îεῖλος «ΧÏιστὲ ὠΘεός, εá½Î»ÏŒÎ³Î·ÏƒÎ±Î½ τὴν βÏῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δοÏλων σου, ὅτὶ ἅγιος εἶ πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», á¼Î½á¿· μας ἀποσκίαζε ἡ πλώÏη τοῦ Ï„ÏεχαντηÏιοῦ κ' ἡ á¼ÏμÏÏα á¼Ïχότανε ἀπὸ τὸ βουεÏὸ τὸ Ï€Îλαγο.»